γουρουνόψαρο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γουρουνόψαρο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γουρουνόψαρο τό, πολλαχ. γουρ᾽νόψαρο Κάλυμν. Κουφονήσ. Μεγανήσ. (Κατωμέρ.) Μεγίστ. Πελοπν. (Κάμπος Λακων. Μεσσην. Πυλ.) Στερελλ. (Ἀστακ.) Σῦρ. Φολέγ. - Λεξ. Βάιγ. Περίδ. Βυζ. γ᾽ρουνόψαρο Ἀντίπαξ. Ἐρεικ. Κέρκ. (Αὐχιόν. Καρουσ. Κασσιόπ. Περουλ. Ρόδ. κ.ἀ.) Μαθράκ. Ὀθων. Παξ. γουρ᾽νόψαρου Μακεδ. (Βόιον Δεσκάτ.) Στερελλ. (Ἅγιος Κωνσταντ.) γ᾽ρουνόψαρου Μακεδ. (Καταφύγ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τῶν οὐσ. γουρούνι καὶ ψάρι. Ὁ τὺπ. γουρουνόψαρο καὶ εἰς Σομ. Ἐκ χειρογρ. τοῦ 1787 ἐκ Κύπρου παραδίδεται ὀ τύπ. γουρουνιˬόψαρο.
Σημασιολογία
1) Ὁ ἰχθὺς Βαλιστὴς ὁ καρπίσκος (Balistes carpiscus) τῆς οἰκογ. τῶν Βαλιστιδῶν (Balistidae) Δωδεκάν. Θάσ. Μακεδ. (Καβόιλλ.) Πειρ. Συνών. γαιˬδουρόψαρο, μονόχοιρος. 2) Ὁ ἰχθὺς Ὀξὺνωτος ὁ κεντρῖνος (Oxynotus centrinus) τῆς οἰκογ. τῶν Ὀξυνωτιδῶν (Oxynotidae) Ἀθῆν. Μακεδ. (Καβάλλ.) Πειρ. κ.ἀ. - Κ. Ἀνανιάδ., Θαλασσ. Ἐγκυκλ., 2, 208 Π. Οἰκονομίδ., Καταλ. ἰχθ. Ἑλλάδ.,Πρακτ. Ἰνστιτ. Ὠκεαν. - Ἁλιευτ. Ἐρευν. 11 (1972), 432. 3) Ὁ ἰχθὺς Τρίγλη ὁ ἰκτῖνος (Trigla milvus) τῆς οἰκογ. τῶν Τριγλιδῶν (Triglidae) Ἀστυπ. Κάλυμν. Κεφαλλ. Κύθν. Λειψ. Λέρ. Μεγανησ. (Κατωμέρ.) Μεγίστ. Πελοπν. (Ἅγιος Ἀνδρ. Ἀργολ. Κάμπος Λακων. Λεῦκτρ. Μάν. Πυλ. Τριφυλ.) - Μ. Στεφανίδ., Ὁρολογ. δημώδ., 20. - Λεξ. Λάουνδ. Μπριγκ. Βλαστ. 430. 4) Ὁ ἰχθὺς Ἀνισότρεμος ὁ παρθενικὸς (Anissotremus virginalis) Κ. Ἀνανιάδ., Θαλασσ. Ἐγκυκλ. 2, 208. 5) Ὁ ἰχθὺς Δακτυλόπτερος ὁ ἱπτάμενος (Dactylopterus volitans) τῆς οἰκογ. τῶν Δακτυλοπτεριδῶν (Dactylopteridae) Κάσ. 6) Ὁ ἰχθὺς Χάραξ ὁ Ὀξύρυγχος (Charax puntasso) τῆς οἰκογ. τῶν Σπαριδῶν (Sparidae), ὁ ὁποῖος φέρει, ὡς ὁ ἀγριόχοιρος, μελανὰς ζώνας ἐπὶ τοῦ σώματος Σῦρ. – Μ. Στεφανίδ., Ὁρολογ. δημώδ., 20. 7) Ἰχθὺς μικροῦ μεγέθους καὶ χρώματος ἐρυθροῦ, ὁ ὁποῖος διαιτᾶται εἰς τὴν ἰλὺν τῶν ποταμῶν Μακεδ. (Βόιον Καταφύγ.) 8) Τὸ θαλάσσιον ζῷον Φώκαινα ἡ κοινὴ (Phocaena) τῆς οἰκογ. τῶν Φωκαινιδῶν (Phocaenide) Ἐρεικ. Ζάκ. Κέρκ. Μαθράκ. Ὀθων. – Μ. Στεφανίδ., Ὁρολογ. δημώδ., 20 - Λεξ. Περίδ. Βυζ. 9) Τὸ θαλάσσιον ζᾧον Φώκαινα ἡ δελφὶς (Phocaena delphinus) Ἡράκλ. Κουφονήσ. Σάμ. - Λεξ. Βάιγ. Πόππλ. Αἰν. Βυζ. Ἡ σημ. καὶ εἰς Σομ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA