ἀστανιˬάριστος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀστανιˬάριστος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀστανιˬάριστος ἐπίθ. σύνηθ. ἀστανιˬάρ’στους βόρ. ἰδιώμ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ - καὶ τοῦ ἐπιθ. *στανιˬαριστὸς < στανιˬάρω.
Σημασιολογία
Ὁ μὴ τεθεὶς εἰς ὕδωρ ἢ ὁ μὴ πληρωθεὶς ὕδατος, ἵνα διὰ τῆς διογκώσεως συσφιχθοῦν αἱ ρωγμαί του, ἐπὶ λέμβων, ξυλίνων δοχείων κττ.: Ἀστανιˬάριστη βάρκα. Ἀστανιˬάριστο βαρέλλι. Συνών. ἀρρούπωτος1.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA