ἀστάνιˬαστος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀστάνιˬαστος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀστάνιˬαστος ἐπίθ. ἀστάνιˬαγους Στερελλ. (Αἰτωλ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ στερητ. ά- καὶ τοῦ ἐπιθ. ᾿στανιˬαστὸς < στανιˬάζω.
Σημασιολογία
1) Ὁ μὴ ἔχων στάνην, ἐπὶ ποιμένος. 2) Ὁ μὴ ἐρχόμενος εἰς τὴν στάνην του, ἐπὶ ζῴου.: Ἀστάνιˬαγου πρόβατου.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA