ἀστάρι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀστάρι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀστάρι τό, ἀστάριν Κύπρ. Πόντ. (Κερασ) ἀστάρι κοιν. ἀστάρ’ βόρ. ἰδιώμ. καὶ Πόντ (Ἰνέπ. Κοτύωρ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ Περσοτουρκ. astar, ὃ πιθανῶς ἐκ τοῦ μεταγν. οὐσ. ἱστάριον. Ἡ λ. καὶ παρὰ Σομ.

Σημασιολογία

1) Τὸ ὑπόρραμμα ἐνδύματος κοιν. καὶ Πόντ. (Ἰνέπ. Κερασ. Κοτύωρ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ.): Βάζω - ράβω ἀστάρι κοιν. || Φρ. Μήτε ἀστάριν τοῦ σάκκου μου (ἐνν. δὲν τὸν θέλω, ἐπὶ ἐσχάτης περιφρονήσεως) Κύπρ. Ἐν σηκών-νω ἀστάρκα (δὲν θέλω πολλὰ διὰ νὰ ἐρεθισθῶ) αὐτόθ. || Παροιμ.: Τοῦ δῶκαν πρόσωπο, γυρεύ’ καὶ ἀστάρ' (ἐπὶ τοῦ μὴ ἀρκουμένου εἰς τὸ παραχωρούμενον αὐτῷ, ἀλλ’ ἐγείροντος νέας ἀξιώσεις) Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.) || Γνωμ. Τ᾿ ἀστάρ’ κά᾽ τοὺ φόριμα διπλὸ Ἤπ. (Ζαγόρ.) Συνών. ἀσταρλίκιν, ντύμα, σώντυμα, σωπάννι, φόδρα. 2) Σινδὼν διὰ τῆς ὁποίας καλύπτονται οἰ Ἑβραῖοι καὶ οἱ Μωαμεθανοὶ νεκροὶ Μακεδ. (Καστορ.) 3) Πληθ., ἐπιμήκη ξύλα συγκρατοῦντα ἔσωθεν τὰ τοιχώματα τῆς βάρκας Σύμ.: Τ᾿ ἀστάριˬα τῆς βάρκας 4) Ἡ πρώτη βαφὴ ξύλων, σανίδων κττ. πρὶν τεθῇ ἐπ’ αὐτῶν τὸ ὁριστικὸν ἐλαιόχρωμα Ἀθῆν. Σάμ. κ.ἀ. - Λεξ. Δημητρ. 5) Ἡ ἀμμοκονία τοῦ ἐσωτερικοῦ τῶν τοίχων οἰκίας Ρόδ. Χίος (Νένητ.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/