ἄστατος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἄστατος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἄστατος ἐπίθ. κοιν. καὶ Πόντ. (Οἰν. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) ἄστατους βόρ. ἰδιώμ.
Χρονολόγηση
Αρχαίο
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. ἐπίθ. ἄστατος.
Σημασιολογία
1) Ἀσταθής, εὐμετάβλητος κοιν. καὶ Πόντ. (Τραπ. Χαλδ κ.ἀ.): Ἄστατη τύχη. Ἄστατος καιρός. Ἄστατος ἄνθρωπος. Ἄστατος χαραχτῆρας. Ἄστατη καρδιˬὰ κοιν. || ᾎσμ. Οὕλα τοῦ κόσμου ἄστατα κιˬ οὕλα χωρὶς θεμέλιˬα, ὧρες μοῦ φέρνουν δάκρυα κιˬ ὧρες μοῦ φέρνουν γέλιˬα Ζάκ. 2) Ὁ μὴ παύων νὰ κινῆται, ἀεικίνητος Ἤπ. Στερελλ. (Αἰτωλ.): Ἐγὼ εἶμ᾽ ἀπὸ τὸ πρωὶ ὥς τὀ βράδυ ἄστατος κιˬ ἀκκούμπητος Ἤπ. Ἄστατους ἄνθρουπους, πάει ’σιˬαδῶ κὶ ᾿σιˬακεῖ Αἰτωλ. 3) Ζωηρός, ἄτακτος Ἤπ. (Ζαγόρ.) Πόντ. (Οἰν.) Στερελλ. (Αἰτωλ): Ἄστατον μωρὸν Οἰν. Πιδὶ ἄστατου Ζαγόρ. Ἄστατου πιδὶ κατὰ διˬαόλ’ Αἰτωλ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA