ἀσταύρωτος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀσταύρωτος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀσταύρωτος ἐπίθ. κοιν. καὶ Πόντ. (Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) ἀσταύρουτους βόρ. ἰδιώμ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. σταυρωτός.

Σημασιολογία

1) Ἐκεῖνος ἐπὶ τοῦ ὁποίου δὲν ἔγινε ὑπὸ τοῦ ἱερέως ἢ ἄλλου τὸ σημεῖον τοῦ σταυροῦ πρὸς ἁγιασμὸν ἢ θεραπείαν κοιν. καὶ Πόντ. (Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) Ἄφησε ἀσταύρωτο τὸ ματάκι τοῦ παιδιˬοῦ Λεξ. Δημητρ. Τὸ παιδὶ ἔμεινε ἀσταύρωτο Σύμ. Γούλτς ἐσταύρωσεν ὁ ποππᾶς κ᾽ ἐμὲν ἐφῆκεν ἀσταύρωτον Χαλδ. Ἀσταύρωτο ψωμὶ δὲν ἔτρωγε ποτέ του Λεξ. Δημητρ. β) Ὁ μὴ σχηματίζων τὸ σημεῖον τοῦ σταυροῦ, ὁ μὴ σταυροειδὴς σύνηθ.: Ἀσταύρωτη ἀντέννα. Ἀσταύρωτα χέριˬα. Ἀσταύρωτη κουβέρτα (χωρὶς σταυρωτὰς γραμμὰς). 2) Ὁ μὴ πιστεύων εἰς τὸν σταυρόν, ἄπιστος, κακὸς Πελοπν. (Ἀρκαδ. Βασσαρ. Λακων. Μάν.): Ἀσταύρωτος ἄνθρωπος Λακων. Βρὲ τὸν ἀσταύρωτο! Ἀρκαδ. Συνών. ἄθεος1, ἀντίθεος 1, ἀντίπιστος, ἄπιστος 3. 3) Ἐκεῖνος ποῦ δὲν ἤρχισεν ἀκόμη ἔργον τι (ἡ σημ. ἐκ τῆς συνηθείας νὰ κάμνῃ τὸ σημεῖον τοῦ σταυροῦ ὁ ἀρχίζων ἐργασίαν τινὰ) Σύμ. 4) Ἐπὶ καρποῦ, ὁ μὴ σχηματισθεὶς εἰσέτι Σύμ. 5) Ἐκεῖνος τὸν ὁποῖον δὲν δύναταί τις νὰ νικήσῃ εἰς συζήτησιν, νὰ ἀποστομώσῃ Ἤπ. Μακεδ. (Καταφύγ.) 6) Ἀκατάπαυστος, ἀτελείωτος Πελοπν. (Λακων.): Κακὸ ἀσταύρωτο. Συνών. ἀτελε͜ίωτος. 7) Ἀδάμαστος, ἀτίθασος Πελοπν. (Σουδεν.): Ἀσταύρωτο κορίτσι. 8) Πολύπειρος Πελοπν. (Κορινθ.) Στερελλ. (Λαμ.) Συνών. πολύξερος. 9) Λαίμαργος Πελοπν. (Μάν.) 10) Ὁ μὴ φορτικῶς ἐνοχληθείς, ὁ μὴ βασανισθεὶς ὑπό τινος σύνηθ: Αὐτὸς δὲν ἀφίνει κἀνένα ἀσταύρωτο σύνηθ. Μέρα νύχτα δὲν τὴν ἀφίνει ἀσταύρωτη Λεξ. Δημητρ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/