γουστερέλι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γουστερέλι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γουστερέλι τό, Ἤπ. - Λεξ . Βλαστ. 425. γουστερέ᾽ Ἤπ. γκουτιρέ᾽ Ἤπ. (Ζαγόρ.) γοστερέλι Ἀντίπαξ. Παξ. σκουτουρέ᾽ Στερελλ. (᾽Αχυρ.) - Δ. Λουκόπ., Γεωργ. Ρούμελ., 166.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. γουστέρα καὶ τῆς ὑποκορ. καταλ. -έλι.

Σημασιολογία

1) Μικρὰ σαύρα Ἤπ. (Ζαγόρ.) Στερελλ. (Ἀχυρ.) - Δ. Λουκόπ., ἔνθ᾽ ἀν. || ᾎσμ. Φιβγᾶτι, φίδιˬα, σκουτουρέλιˬα, γιˬατ᾽ ἔφαγα τοὺ ζόχου | κὶ θὰ σᾶς φαρμακώσου (ἐξ ἐπῳδ.) Στερελλ. (Ἀχυρ.) 2) Εἶδος ἀγρίας νήσσης, ὡς ἐκ τῆς ὁμοιότητος αὐτῆς πρὸς τὴν κεφαλὴν τῆς γουστέρας Ἤπ. - Λεξ. Βλαστ 425. 3) Ὁ ἰχθὺς Τράχουρος ὸ μεσογειακὸς (Trachurus mediterraneus) εἰς μικρὰν ἡλικίαν Ἀντίπαξ. Παξ. Συνών. γουστερόπουλο 2.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/