γουστερόπουλο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γουστερόπουλο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γουστερόπουλο τό, ἐνιαχ. γουστερόπ᾽λο Πελοπν. (Βάλτ. Βερεστ. Γαργαλ. Δίβρ. Μαργέλ. Μηλιώτ. Ποταμ. κ.ἀ.) γκουστιρόπ᾽λου Ἤπ. (Βίτσ. Δωδών. Κουκούλ.) γοστερόπ᾽λο Ἀντίπαξ. Παξ. βοστερό᾽πλο Ἀντίπαξ. Παξ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. γουστέρα καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. -πουλο.
Σημασιολογία
1) Ἡ μικρὰ σαύρα, ἡ γουστερίτσα ἔνθ᾽ ἀν.: Γιˬόμισε ὁ λόγγος μας γουστερόπ᾽λα ᾽φετεινὰ Πελοπν. (Γαργαλ.) Χάλιψι, γκούστιρα, νὰ βρῇς τὰ γκουστιρόπ᾽λα σου (λέγεται ἀπὸ μικρὰ παιδία τὰ ὁποῖα κυνηγοῦν χάριν παιδιᾶς τὰς σαύρας) Ἤπ. (Βίτσ.) Συνών. εἰς λ. γουστερίτσα. 2) Ὁ ἰχθύς Τράχουρος ὁ μεσογειακὸς (Trachurus mediterraneus) εἰς μικρὰν ἡλικίαν Ἀντίπαξ. Παξ. Συνών. γουστερέλι 3.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA