βαφτιστίκι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βαφτιστίκι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
βαφτιστίκι τό, Ἤπ. Κρήτ.-Λεξ. Δημητρ. βαφτιστί’ Ἤπ. (Ζαγόρ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. βαφτιστικὸς καὶ τῆς καταλ. -ίκι.
Σημασιολογία
1) Τὸ ἔνδυμα διὰ τοῦ ὁποίου ἐνδύεται ὁ νεοφώτιστος μετὰ τὴν βάπτισιν ὃν δῶρον τοῦ ἀναδόχου ἔνθ’ άν Πβ. βαφτιστηριˬάτικα, βαφτιστικά (ἰδ. βαφτιστικὸς 2 δ). 2) Μίτος χρωματιστὸς διὰ τοῦ ὁποίου περιδένουν σταυροειδῶς τὸν νεοφώτιστον μετὰ τὸ βάπτισμα καὶ τὸν ὁποῖον λύει ὁ ἀνάδοχος εἰς τὴν οἰκίαν ἐνώπιον τῆς μητρὸς Κρήτ. 3) Τὸ μετὰ τὴν βάπτισιν διδόμενον εἰς τοὺς παρισταμένους ἐνθύμιον, ἤτοι μικρὸς σταυρὸς ἣ μετάλλιον ἔχον ἔκτυπον τὴν εἰκόνα τῆς βαπτίσεως τοῦ Χριστοῦ ἢ καὶ τὰ εἰς τοὺς παρόντας παῖδας ριπτόμενα νομίσματα Κρήτ.-Λεξ. Δημητρ. Συνών. ἰδ. ἐν λ. βαφτίσιˬα 3.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA