βάφω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βάφω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

βάφω, βάφτω σύνηθ. καὶ Πόντ. (Κερασ. Ὄφ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) βάφτου πολλαχ. βορ. ἰδιωμ. καὶ Καλαβρ. (Μπόβ.) βάφω κοιν. καὶ Ἀπουλ. Καλαβρ. (Μπόβ. Πόντ. (Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) βάφ-φω Μεγίστ. Ρόδ. κ.ἀ. βάφου βόρ. ἰδιώμ. καὶ Εὔβ. (Κουρ. Κύμ.) Τσακων. βάβγω Θρᾴκ. (Μυριόφ.) γάφω Σίφν. κ.ἀ. δάφω Σύμ. δάβγω Σύμ. Μετοχ. βαμ-μένος Κάρπ Κασ. κ.ἀ

Χρονολόγηση

Μεσαιωνικό

Ετυμολογία

Τὸ μεσν. βάφω, ὃ ἐκ τοῦ ὰρχ. βάπτω.

Σημασιολογία

Α) Κυριολ. 1) Βυθίζω τι εἰς ὕδωρ ἢ ἄλλο ὑγρόν,ἐμβάπτω Πόντ. (Ὄφ. Τραπ. Χαλδ.) Ρόδ. κ.ἀ: Βάφτω φαεῖ’ς σὸ νερὸ καὶ τρὠω (φαεῖ=ἄρτος) Ὄφ. Βάφτω τὸ χουλρ’ ’ς σὸ βούτυρον Χαλδ Βάφτω ’ς σὸ μελάν’ τὸ κοντύλ’ αὐτόθ. Ἔβαψα τὸ ψωμί μου ’ς τὀ λάδι Ρόδ. Μετοχ. βαμμένος=βυθισμένος, βουτηγμένος Πόντ. (Τραπ. Χαλδ.): ᾌσμ. Ἡ μάννα ἥ σιλκλερος ’ς τά δάκρ’ ἕν’ βαμμένη Τραπ. Ντ’ ἔποικαμε σε, νὲ Θεέ, ’ς τὰ αἵματα βαμμένοι; αὐτόθ. Ἡ σημ. καὶ ἀρχ. Ὁμ. Ι 391 «ὡς δ’ ὅτ’ ἀνὴρ χαλκεὺς πέλεκυν... εἰν ὕδατι ψυχρῷ βάπτῃ». β) Σκληρύνω, στομώνω, ἐπὶ μεταλλικῶν ἐργαλείων τὰ ὁποῖα πυρακτωμένα βυθίζονται εἰς ὕδωρ ψυχρὸν διὰ νὰ σκληρυνθοῦν σύνηθ. καὶ Πόντ. (Κερασ. Ὄφ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ) Τσακων.: Βάφω τὸ σίδερο-τὸ σκεπάρνι-τὸ τσεκούρι κττ. Ἀτσάλι βαμμένο σύνηθ. Καὶ ἀμτβ. σκληρύνομαι, στομοῦμαι βυθιζόμενος εἰς ὕδωρ ψυχρὸν Μακεδ. (Σισάν.) Στερελλ. (Αἰτωλ.): Ἔβαψι τοὺ σιδιρ’κὸ Αἰτωλ. Ἡ τσικούρα δὲν ἔβαψι καλἀ Σισάν. 2) Χρωματίζω τι εἴτε βυθίζων εἰς βαφὴν εἴτε ἐπαλείφων χρῶμα κοιν. καὶ Ἀπουλ. Καλαβρ. (Μπόβ.) Πόντ. (Κερασ. Ὄφ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) Τσακων: Βάφω ἀβγὰ-νήματα-παννιˬὰ-ροῦχα κττ. Βάφει τὰ γένε͜ια του-τὰ μαλλιˬά του–τὰ μουστάκιˬα του–τὰ φρύδιˬα του κττ. Βάφει τὰ μάγουλά της κοιν. Βάφω τό βιβλίο-τό κατάστιχο (χρωματίζω τὰς κοπείσας πλευράς του) Ἀθῆν. || Φρ. Βάφω τὰ μάτια τοῦ δεῖνα (ἀπατῶ φενακίζω) Α.Ρουμελ. (Φιλιππούπ.) Θρᾴκ. (Σηλυβρ.) Μακεδ. (Θεσσαλον.) Ἔννο͜ια σου κ’ ἐγὼ σὲ βάφω! (ἀπειλὴ πρὸς τὸν πταίσαντα παῖδα, κατάλοιπον διαπομπεύσεως) Τῆν Βάφω τὰ ροῦχα μου ἢ ἁπλῶς τὰ βάφω (ἐνν. μαῦρα, πενθῶ) Ἀθῆν. Κρήτ. Πελοπν. (Ἀρκαδ. Τριφυλ.) Σίφν. κ.ἀ. Θὰ τὰ βάψου μαῦρα! (εἴρων. δὲν θὰ λυπηθῶ διόλου) Ἴμβρ. Βάφου τἠν καρδιὰ τοῦ δεῖνα (τὸν λυπῶ) Στερελλ. (Αἰτωλ) Τὰ βάφ’ ἀκόμα (ἐπὶ τοῦ μὴ ἐκτελοῦντος ὑπόσχεσιν ἕνεκα ᾶνικανότητος ὡς ἡ παπαροῦνα ὑποσχεθεῖσα νὰ βάψῃ κόκκινα δὲν τὸ κατώρθωσε, διότι ἂν καὶ κόκκινη δὲν βάφει κόκκινα ἀλλὰ μαῦρα) αὑτόθ. Τὰ βάφ’ (ἐνν. τὰ ἀβγά, ἀλλὰ κατὰ μεταφ τοὺς ὄρχεις, ἤτοι συνουσιάζεται) Μακεδ. (Βογατσ.) Καὶ ἀμτβ. βάπτομαι σύνηθ.: Ἔβαψε τὸ ποτήρι ἀπὸ τὸ γάλα-τὸ κρασὶ κττ. σύνηθ. Αὐτὸ τὸ ξύλο δὲ βάφει (δὲν πιάνει, δὲν παίρνει χρῶμα) Ἀθῆν. || ᾎσμ. Ἀνίσως καὶ δὲ σ’ ἀγαπῶ, ἡ ὄψι μου νὰ βάψῃ, σὰν τὸ λειˬμόνι νὰ γενῇ, ποτὲ νὰ μὴ ξεβάψῃ! ἀγν. τόπ. β) Μεσ ψιμυθιοῦμαι κοιν.: Βάφεται πολὺ αὐτὸ τὸ κορίτσι. Συνών. φτε͜ιάνομαι, (ἰδ. φτε͜ιάνω), φτε͜ιασιδώνομαι, (ἰδ. φτε͜ιασιδώνω). 3) Παρέχω χρωματισμόν, ἐπὶ πραγμάτων σύνηθ.: Τὸ δεῖνα βάφει κίτρινο-κόκκινο κττ. Β) Μεταφ. 1) ᾽Απατῶ, φενακίζω Μακεδ. (Βογατσ. Κοζ.): Δὲ μπουρεῖς νὰ μί βάψ’ς μπρουστά ᾽ς τὰ μάτια μ’! Κοζ. 2) Χωρίζομαι εἰς δύο ἢ περισσοτέρας μερίδας, συνήθως ἐπὶ ὁμάδος παιδιᾶς (ἡ σημ. ἐγεννήθη ἐκ τῆς διὰ χρώματος διακρίσεως πραγμάτων ὡς λ.χ. προβάτων ἀνηκόντων εἰς διαφόρους κατόχους) Σύμ.: Ἐλᾶτε νὰ δάψουμε. 3) ᾿Αλλοιοῦμαι τὴν ὄψιν ἐκ φόβου, ἀσθενείας κττ. Θεσσ. Κεφαλλ. Μακεδ. (Βλάστ. Βογατσ.) Σκίαθ. κ.ἀ: Ἅμα τοῦ τὸ εἶπα ἔβαψε Κεφαλλ. Ἔβαψι ἀπ᾿ τ᾿ν ἀρρώστια Θεσσ. 4) Ἀτυχῶ Μακεδ. (Βογατσ.): Παντρεύκα κ’ ἔβαψα. 5) Θλίβομαι, λυποῦμαι Μακεδ. Βάφ’ ἡ καρδιˬά μου, βάφ’ κὶ μπουγιˬατίζιτι. Συνών. πικραίνομαι. Γ) Μετοχ. 1) Ἀκμαῖος, γιερὸς Πελοπν. (Τριφυλ.): Ὁ δεῖνα εἶναι βαμμένο κόκκαλο. 2) Κακεντρεχής, μοχθηρὸς Ζάκ. Λευκ. Πελοπν. (Ἀρκαδ. Γέρμ. Λάστ. Συκεὰ Κορινθ. Τρίκκ. Φεν.) κ.ἀ. Συνών. βαψιάρις, κιτρινιάρις. 3) Θυμωμένος, ὀργίλος Πελοπν. (Σουδεν.) 4) Ὁ πολλὰ παθών, ἄτυχος Ἤπ. ( Ζαγόρ.) 5) Οὐσ. α) Θηλ. ἡ βαμμέ’, εἰς τὴν συνθηματικὴν γλῶσσαν ἡ χρυσῆ λίρα Μακεδ. (Βλάστ.) β) Οὐδ τοὺ βαμμένου, εἰς τὴν συνθηματικὴν γλῶσσαν τὸ κρασὶ Θρᾴκ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/