ἀσταχτάρωτος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀσταχτάρωτος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀσταχτάρωτος ἐπίθ. ἀσαχτάρωτος Πόντ. (Κερασ. κ.ἀ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *σταχταρωτὸς < *σταχταρώνω.
Σημασιολογία
1) Ὁ μὴ ρυπανθεὶς μὲ στάκτην Πόντ. 2) Ὁ μὴ καθαρισθεὶς διὰ τριβῆς μὲ στάκτην, ἐπὶ μεταλλίνων σκευῶν Πόντ. (Κερασ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA