ἀστάχυˬαστος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀστάχυˬαστος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀστάχυˬαστος ἐπίθ. πολλαχ. ἀστάχυˬαστους πολλαχ. βορ. ἰδιωμ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *σταχυˬαστὸς < σταχυˬάζω.

Σημασιολογία

1) Ὁ μήπω ἐκβλαστῆσας ἀθέρα, ἐπὶ σιτηρῶν. 2) Μεταφ. ἐπὶ νέου ἢ νέας, ὁ μὴ μεστωμένος, ὁ μὴ ὥριμος.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/