γουστόζος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γουστόζος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

γουστόζος ἐπίθ. σύνηθ. γουστόζους σύνηθ. βορ. ἰδιωμ. ᾽ουστόζος Νάξ. (Ἀπύρανθ.) γουστόδιˬος Πελοπν. (Βάλτ. Γαργαλ. Κίτ. Μάν.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ Ἰταλ. gustoso = τερπνός, ἀστεῖος. Ὁ τύπ. γουστόδιˬος κατὰ τὰ ἐπιθ. παρόδιˬος, πλανόδιˬος.

Σημασιολογία

1) Εὔγευστος Ἐρεικ.: Τὸ ποdικοσαργόπουλο ὅπως θέλεις τὸ μαγερεύεις. Εἶναι γουστόζο φαῒ (ποdικοσαργόπουλο = μικρὸς ποντικοσαργός, εἶδος ἰχθύος). 2) Ὁ ἀστεῖος, ὁ εὐχαρίστως ἀκουόμενος νὰ ὁμιλῇ σύνηθ.: Γουστόζος ἄνθρωπος, γουστόζα γυναῖκα Κεφαλλ. Ἔναι πολὺ γουστόδιˬος. Νὰ τὸν ἀκούῃς, θὰ ξεκαρδιστῇς ᾽ς τὰ γέλιˬα Πελοπν. (Κίτ. Μάν.) Ὁ κακοξημερωμένος, ἔξυπνος καὶ ᾽ουστόζος πού ᾽ναι! Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Ὁ δικαστὴς μάλιστα βρῆκε πολὺ γουστόζα τὴ σορτίτα αὐτὴ τοῦ Ζακυθινοῦ (σορτίτα = ἔξοδος) Γ. Ξενοπ., Κόσμος, 139 Ξεκαρδίζονταν ἀπὸ τὰ γέλιˬα, μὰ τὰ ᾽λεγε τόσο γουστόζα! Γ. Ξενόπ., Πλούσ. καὶ φτωχ., 129. Συνών. γουστόζικος 3.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/