ἄστεγος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἄστεγος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἄστεγος ἐπίθ. λόγ. σύνηθ.

Χρονολόγηση

Αρχαίο

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ. ἐπίθ. ἄστεγος.

Σημασιολογία

Ὁ μὴ ἔχων στέγην, ἄοικος.: Πολλοὶ πρόσφυγες ἔμειναν ἄστεγοι. Συνών. ἀστέγαστος 2.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/