ἀστεῖα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀστεῖα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίρρημα

Τυπολογία

ἀστεῖα ἐπίρρ. Λόγ. κοιν. ἀιτεῖα Τσακων.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἀστεῖος.

Σημασιολογία

1) Χάριν ἀστεϊσμοῦ, ἀστείως κοιν. καὶ Τσακων.: Ἀστεῖα τὸ λέω - τὸ εἶπα - τὸ ἔκαμα κοιν. 2) Γελοίως σύνηθ.: Ἦταν ἀστεῖα μασκαραμένος.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/