ἀστεΐζομαι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀστεΐζομαι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀστεΐζομαι Ἤπ. – Λεξ. Περίδ. Πρω. Δημητρ.
Ετυμολογία
Τὸ μεταγν. ἀστεΐζομαι.
Σημασιολογία
Παίζω διὰ λόγων ἢ χειρονομιῶν, χαριεντίζομαι ἔνθ’ ἀν.: Ἀστεΐστηκα, μὴ θυμώνῃς Λεξ. Δημητρ. Μὴν ἀστεΐζεσαι μαζί μου Λεξ. Πρω. Συνών. ἀστειεύομαι, χορατεύω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA