ἀστεῖος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀστεῖος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀστεῖος ἐπίθ. λόγ. κοιν. ἀστεῖους βόρ. ἰδιώμ. ᾿στεῖος Κίμωλ.
Χρονολόγηση
Αρχαίο
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. ἐπίθ. ἀστεῖος.
Σημασιολογία
1) Ὁ προκαλῶν εὐθυμίαν ἢ γέλωτα, εὐτράπελος, ἐπὶ προσώπων, λόγων καὶ πράξεων κοιν.: Εἶναι πολὺ ἀστεῖος ἄνθρωπος. Ἀστεῖος λόγος. Ἀστεῖα καμώματα - λόγια – πράματα κττ. β) Οὐδ. οὐσ., πρᾶξις ἢ λόγος προκαλῶν εὐθυμίαν κοιν.: Πές μας κἀνέν’ ἀστεῖο. Ἀνάλατο - ἄνοστο - χοντροκομμένο ἀστεῖο. Αὐτὸς ξέρει - κάνει πολλὰ ἀστεῖα. Ἄς ἀφήσουμε τ’ ἀστεῖα! Ἄσ’ τ᾿ ἀστεῖα! Τό 'πα ’ς τ’ ἀστεῖα. 2) Ὁ μὴ σοβαρός, γελοῖος κοιν.: Ἀστεῖο ὑποκείμενο. Μὴν εἶσαι ἀστεῖος! κοιν. Τί ἀστεῖος ποῦ εἶναι μὲ τοὺς φοβορῖτες! Λεξ. Δημητρ. 3) Ἀνάξιος λόγου, ἀσήμαντος σύνηθ.: Ἀστεῖο ποσὸ - κέρδος. Ἀστεῖα πράματα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA