ἀστειότητα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀστειότητα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀστειότητα ἡ, λόγ. σύνηθ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ μεταγν. οὐσ. ἀστειότης.
Σημασιολογία
Ἀστεῖος λόγος ἢ πρᾶξις σύνηθ.: Τὸ εἶπε - τὸ θεώρησε γιˬὰ ἀστειότητα. Αὐτὰ εἷναι ἀστειότητες.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA