γόφαινα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γόφαινα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

γόφαινα ἡ, ἐνιαχ. γόφινα Ἴμβρ. γούφαινα Λεξ. Περίδ. Αἰν. Βυζ. Λεγρ. Μπριγκ. Βλαστ. 430 Δημητρ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. γόφος καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. -αινα.

Σημασιολογία

Ὁ μεγάλος γόφος, εἶδος ἰχθύων ἔνθ᾽ ἀν. Συνών. γοφάρα, γοφαρομἀννα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/