ἀστενάρις
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀστενάρις
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀστενάρις ἐπίθ. Καππ. (Φερτ.) Οὐδ. ἀστενάρ’ Καππ. (Ἀνακ. Ἀξ. Ἀραβάν. Γούρζ. Μαλακ. Σίλ. Τελμ. Φερτ. Φλογ.) Θηλ. ἀστεναρεὰ Καππ. (Σινασσ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀσθένε͜ια καὶ τῆς κατά -άρις. Πβ. καὶ τὸ μεσν οὐσ. ἀσθενάριον.
Σημασιολογία
1) Ἀσθενής, ἄρρωστος ἔνθ’ ἀν.: Ἀσθενάρ᾿ ’μαι (εἶμαι ἀσθενὴς) Καππ. Ἕνα ἄτρωπος ἔν-νε βαρὺ ἀστενάρ' Φερτ. 2) Θηλ. ἀστεναρεˬὰ οὐσ. τῦφος Καππ. (Σινασσ.) Πβ. ἀστενε͜ιάρις.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA