Βάχος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
Βάχος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
Βάχος ὁ, Μύκ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἀρχ. κυρίου ὀν. Βάκχος, ὅστις ἦτο θεὸς τοῦ οἴνου.
Σημασιολογία
Μεταφ. οἰνόφλυξ, μέθυσος. Συνων μεθύστακας, μπεκρῆς, μπεκρούλλης, μπεκρούλλιˬακας.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA