γόφος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γόφος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

γόφος ὁ, πολλαχ. γόφο Τσακων. (Χαβουτσ.) γόφ-φος Ἀστυπ. Ἰκαρ. Κάσ. Κῶς Πάτμ. Ρόδ. γιˬόφ-φος Χίος (Πισπιλ.) γόφους Ἀλόνν. Ἤπ. Ἴμβρ. Λέσβ. Λῆμν. Μακεδ. (Ἀρν. Δεσκάτ. Δοξᾶτ. Κοζ. Χαλκιδ.) Σκόπ. gόφος Ἀντίπαξ. Ἐρεικ. Ἤπ. (Δρόβιαν. Παλάσ. Χιμάρ.) Ἴος Κέρκ. (Ἀργυρᾶδ. Κάβ. Καρουσ. Περουλ. Ρόδ.) Ὀθων. Παξ. Πελοπν. (Ἅγιος Ἀνδρ. Μεσσην. Πυλ.) gόφους Ἤπ. (Ζαγόρ.) Μακεδ. (Βλαστ. Βόιον Δαμασκ. Ἐράτυρ. Καστορ. Κοζ. Μελέν. Σισάν.) ᾽όφος Νάξ. (Ἀπύρανθ. Μον. Φιλότ.) ᾽όφφος Κάλυμν. Κάρπ. Κάσ. Νίσυρ. Ρόδ. γοφὸς πολλαχ. γουφὸς πολλαχ. βορ. ἰδιωμ. γοφὸ Τσακων. (Χαβουτσ.) γγοφὸς Ἀθῆν. Ἤπ. (Ξηροβούν. Παλάσ.) Πελοπν. (Ἀρκαδ. Γεράκ. Καλάβρυτ. Κυνουρ. Μεσσην. Πιάν.) Σῦρ. - Γ. Ξενόπ., Γυρισμ., 23 Σ. Δάφνης, Ν. Ἐστ. 15 (1934), 739 - Λεξ. Δημητρ. (εἰς λ. γκοφὸς) gοφὸς Μέγαρ. Πελοπν. (Μάν.) gουφὸς Ἤπ. (Κουκούλ.) Μακεδ. (Γρεβεν.) Πελοπν. (Ἀρεόπ. Λεῦκτρ Μάν. Οἴτυλ.) Σκίαθ. ἐγγοφὸς Πελοπν. (Μεσσην.) ἐgοφὸς Κύθηρ. Κύθν. Πελοπν. (Γαργαλ. Δίβρ. Δυρράχ. Κερπιν. Μεγαλόπ. Μεσσην. Φιγάλ.) ἐgουφὸς Πελοπν. (Κίτ. Μάν.) ἐγγοφὸ Τσακων. (Μέλαν. Πραστ.) γγοφὸ Tσακων. (Μέλαν.) ὀγγοφὸς Πελοπν. (Βερεστ.) - Α. Καρκαβίτσ., Παλ. ἀγάπ., 124 κουφὸς Κύθηρ. γουφὸ τό, Εὔβ. (Στρόπον.) Ἤπ. (Ἰωάνν.) gουφὸ Ἤπ. (Αὐλότοπ. Δωδών. Κουκούλ. Λάκκα Σούλ. Χιμάρ.) Μακεδ. (Καστορ.) κουφὸ Στερελλ. (Σιβ.) γοφὰ τά, Ἀθῆν. - Ν. Ἐστ. 15 (1934), 51 γγοφὰ Ἤπ. (Παλάσ.) Πελοπν. (Μεσσην.) γουφὰ Ἤπ. (Μαργαρ.) Στερελλ. (Περίστ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἀρχ. οὐσ. γόμφος. Ὁ τύπ. gόφος καὶ ἐgοφὸς πιθαν. ἐξ ἀμαρτ. ἀρχ. τύπ. ἔγγοφος. Πβ. Μ. Στεφανίδ., Λαογρ. 10 (1929), 207.

Σημασιολογία

1) Ἧλος ξύλινος ἢ σιδηροῦς, ὀξὺς ἑκατέρωθεν, χρησιμοποιούμενος διὰ τὴν συγκράτησιν σανίδων Ἰκαρ. Ἡ σημ. καὶ άρχ. 2) Ἡ ἄρθρωσις τοῦ μηριαίου ὀστοῦ παρὰ τὸ ἰσχίον, τὸ ἰσχίον κοιν. καὶ Τσακων. (Μέλαν. Χαβουτσ. κ.ἀ.): Κρύωκα τσαὶ πονάει ὁ gοφός μου Μέγαρ. Ρεματικά ᾽χεις καὶ σύρνεις τὸ ᾽όφο σου; Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Ἔβγητσε τὸ ποδάρι του ᾽πὸ τὸ γόφο Εὔβ. (Βρύσ.) Ἔπεσε κ᾽ ἔβγαλε τὸ πόδι του ἀπὸ τὸν ἐgουφὸ Πελοπν. (Κίτ. Μάν.) Μὶ πόνισι ὁ γουφός μ᾽ Εὔβ. (Στρόπον.) Μ᾽ ἔφαγε ἕνας διˬαβάτης· πότε ᾽ς τὴ μέση καὶ πότε ᾽ς τὸν ἐgοφὸ περπατάει (διˬαβάτης = κινητὸς νευρικὸς πόνος) Πελοπν. (Δίβρ.) Βρῆκαν τὰ σκυλλιˬὰ ἕνα γουρουνήσιˬο bούτι καὶ τὸν ἐgοφὸ καὶ τὰ ἠφέρανε Πελοπν. (Μεσσην.) Τοὺ μ᾽λάρ᾽ τσαλαπάτ᾽σιν τ᾽να τσ᾽ ἤβγαλι τοὺ γόφου τσ᾽ (τσαλαπάτ᾽σιν τ᾽να = την ἔρριψεν κάτω) Λέσβ. Ἔβγαλα τοὺ gόφου μ᾽ Μακεδ. (Καστορ.) Ἔχου πόνου μέσ ᾽ς dοὺ γουφὸ Θεσσ. (Ζαγορ.) Τοῦ ᾽δωκε μία κλοτσέα σὸ gουφὸ Ἤπ. (Χιμάρ.) Τοὺν βάρισι ᾽ς τοὺ γουφὸ Ἤπ. (Ἰωάνν.) Πονῶ τοὺς γόφ-φους μου Ρόδ. Πιˬάστ᾽ οὑ γόφους -ι-μ᾽ κ᾽ ἔβαλα ἕνα μπλάθρ᾽ (= ἔμπλαστρον) Σκόπ. Ξεγοφιˬάστηκε ὁ γόφο μου Τσακων. (Χαβουτσ.) Ὄρεγι ὸν ἐγγοφὸ ἔνι μοζοῦ (ἐδῶ στὸ γοφὸ πονῷ) Τσακων. (Μέλαν.) Ἐμπαΐτσε ὁ πούα ἀπὸ τὸν ἐγγοφὸ (βγῆκε τὸ πόδι μου ἀπὸ τὸν γόμφο) αὐτόθ. Τὸν ἄφινε νὰ λέῃ, γύριζε τὰ μάτιˬα της ἀλλοῦ μὲ τὰ χέριˬα ᾽ς τοὺς γγοφοὺς Γ. Ξενόπ., Γυρισμ., 23. Δὲ μπορεῖ ἡ δόλιˬα νὰ περπατήσῃ, τῆς πονάει ὁ γγοφός της Σ. Δάφνης, Ν. Ἑστ. 25 (1939), 739. || Φρ. Νὰ φάῃ τὸ κρεββάτι τσὶ ᾽όφοι σου! (ἀρά) Νάξ. (Ἀπύρανθ.) || Ποίημ. Καὶ μόνα τὰ γυμνὰ γοφά, σάρκα χωρὶς στολίδιˬα, τοῦ λυγεροῦ κυπαρισσιˬοῦ ἡ σκιˬὰ χαιˬδολογᾷ Ν. Ἐστ., 15 (1934), 51. Συνών. σταυρί. β) Γενικῶς τὰ ὀστᾶ τῆς λεκάνης καὶ τὰ περὶ τὴν ὀσφὺν μέρη τοῦ ἀνθρωπίνου σώματος πολλαχ.: Μὶ πουνᾶν τὰ gουφὰ Μακεδ. (Καστορ.) Ἡ ζώνη δένεται ᾽ς τοὺς γόφ-φους Κῶς. Τοὺ γ᾽νά᾽ τοὺ μακρὺ φτά᾽ ὥς τ᾽ς gουφοὶ Σκίαθ. Ὄμορφους ᾽όφ-φους θά ᾽χῃ ἡ κόρη μας Νίσυρ. Μὄκανε δυˬὸ ἐνέσεις ᾽ς τὸ ἕνα τὸ gουφὸ Ἤπ. (Αὐλότοπ.) Γιˬὰ νὰ πιράσῃ τοὺ πουτάμ᾽, μπῆκι ᾽ς τοὺ ιρὸ ὥς τοὺ gουφὸ Ἤπ. (Κουκούλ.) γ) Ὁ μηρὸς Εὔβ. (Κύμ.) Ἴος Ἰων. (Σμύρν.) Στερελλ. (Ἄμφ.): Φρ. Ὥς ποὺ νὰ σύρῃ τὸν ἕνα της gόφο, τὸν ἄλλο τὸ dρώει ὁ σκύλλος Ἴος. δ) Τὸ μέρος τοῦ ποδὸς ἀπὸ τὸ γόνυ καὶ κάτω Στερελλ. (Περίστ.): Δὲν ἔ᾽ ἀνάg᾽ αὐτὸς ἀπ᾽ τοὺ πουδόσφιρου, γιˬατὶ ἔ᾽ γιρὰ γουφὰ κὶ βαστάει τ᾽ς καλαμιˬὲς π᾽ τρώει ἀπ᾽ τ᾽ς ἀλλ᾽νοὺς τ᾽ς παῖχτις (καλαμιˬὰ = κτύπημα εἰς τὴν κνήμην). ε) Ἄρθρωσις γενικῶς, ὀ ἁρμὸς Κάλυμν. - Λεξ. Βυζ.: Οἱ ᾽όφ-φοι τῶδ δαχτυλ-λιˬῶμ μου Κάλυμν. 3) Τὰ ἰσχία τοῦ πλοίου, τὸ μέρος τοῦ πλοίου ἀπὸ τὴν πρύμνην μέχρι τοῦ ἑνὸς τρίτου τῆς πλευρᾶς Ναύστ. Πειρ. - Α. Σακελλαρ., Ἐγχειρίδ. Ἀρμενιστ., 16, 524 - Λεξ. Δημητρ.: Δὲν κόλωσε καλὰ καὶ χτύπησε ᾽ς τὸ δεξιˬὸ γοφὸ Πειρ. Οἱ γοφοὶ τοῦ καϊκιˬοῦ κάνουν νερὰ αὐτόθ. Συνών. τραβέτα, μπρατσάλι. 4) Ὁ ἰχθὺς Θύννος ὁ μακρόπτερος (Thynnus alalunga) τῆς οἰκογ. τῶν Θυννιδῶν (Thinnidae) Ἀντίπαξ. Ἤπ. (Παλάσ. Χιμάρ.) Κέρκ. (Ἀργυρᾶδ. Κάβ. Σπαρτερ, κ.ἀ.) Ἐρεικ. Κεφαλλ. Λευκ. Ὀθων. Παξ. Πελοπν. (Μεσσην. Πυλ.) - Λεξ. Δημητρ.: Ὁ ἀδρεφός του ἐπνίηκε καὶ τὸν ἐβγάλανε σὰ gόφο Παξ. Ἐκεῖ θὰ πιˬάκῃς gόφο σίγουρο Ἐρεικ. Ἔρριξε δυναμίτη καὶ ἐπλέξανε ᾽ς τὸν ἀφρὸ εἴκοσι κεφάλιˬα gόφοι Ὀθων.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/