βάψιμος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βάψιμος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
βάψιμος ἐπίθ. Λεξ. Δημητρ.
Χρονολόγηση
Αρχαίο
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. ἐπίθ. βάψιμος.
Σημασιολογία
Ὁ δυνάμενος, ὁ κατάλληλος νὰ βαφῇ, ὁ ἐπιδεκτικὸς βαφῆς: Βάψιμες κουβέρτες. Δὲν εἶναι βάψιμα τὰ ροῦχα, εἶναι πολὺ τριμμένα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA