γράβα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γράβα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
γράβα ἡ, πολλαχ. καὶ Τσακων. (Καστάν. Μέλαν. Πραστ.) gράβα Ἀπουλ. (Μαρτ.) Σαλαμ. σγράβα Εὔβ. (Αἰδηψ.) γράδα Ζάκ. Ἤπ. (Κουκούλ. Πλατανοῦσ.) Θεσσ. (Ἀργιθ. Κρήν.) Πελοπν. (Μονεμβασ.) Στερελλ. (Ἀκαρναν. Ἀμφιλοχ. Εὐρυταν. Λεπεν. Ναύπακτ. Σπάρτ.) Δ. Λουκόπ., Γεωργ. Ρούμελ., 294 ἀγράβα Στερελλ. (Ἀρτοτ.) ἀγράδα Στερελλ. (Ναύπακτ. Περίστ. Τριχων.) σγράπα Πελοπν. (Γαργαλ. Δυρράχ.) χράπα Μακεδ. (Ἄνω Κωμ. Γηλοφ. Καταφύγ.) Πελοπν. (Λάλ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ Ἀλβαν. grabë = ρωγμή. Βλ. καὶ Π. Φουρίκ., Ἀθηνᾶ 43 (1931), 27. Πβ. καὶ Ἡσυχ. «γραβάν· σκαφίον, βόθρον». Ὁ τύπ. γράδα κατὰ παρετυμ. ἐκ τοῦ γράδο.
Σημασιολογία
1) Ρωγμή, σχισμὴ μεγάλη ἢ μικρὰ ἐντὸς βράχου, λίθου, σανίδος, δένδρου ἢ ἐδάφους Εὔβ. (Ἁγία Ἄνν. Κύμ. Στρόπον.) Ζάκ. Ἤπ. (Θεσπρωτ.) Θεσσ. (Ἀργιθ.) Κέρκ. Λευκ. Μακεδ. (Ἄνω Κώμ. Γήλοφ. Καταφ.) Πελοπν. (Βούρβουρ. Γαργαλ. Δυρράχ. Λάλ. Οίν.) Σάμ. Στερελλ. (Ἀκαρναν. Ἀρτοτ. Λεπεν. Ναύπακτ. Τριχων.) Τσακων. (Καστάν. Μέλαν. Πραστ. Τυρ.) - Δ. Λουκόπ., ἔνθ᾽ ἀν.: Πιˬάστ᾽᾽ τοὺ πόδ᾽ τ᾽ σὶ νιˬὰ γράβα κὶ τσακίστηκι Στρόπον. Ἀπὸ ᾽κεῖνο τὸ μέρος εἶναι οὕλο γράδες ὁ τόπος Ζάκ. Ἐπάτ᾽σε τ᾽ ἄλογο σὲ νιˬὰ γράβα καὶ τσά᾽σι τὸ ποδάρ᾽ τ᾽ Λευκ. Ἐτρύπωσ᾽ ἡ ἀλ᾽ποῦ σὲ νιˬὰ γράβα καὶ τ᾽ν ἔχασα αὐτόθ. Ἐκεῖνος εἶχε μπημένο τὸ ραβδί του σὲ μνιˬὰ γράβα καὶ κρατε͜ιότανε νὰ μὴν πέσῃ κάτω Βούρβουρ. Λάγαζι σὶ νιˬὰ γράβα (λάγαζι = παρέμενε συνεσταλμένος, φοβισμένος) Ἀγία Ἄνν. Κιˬὰ νὰ ᾽ ἑρέσερε τάσ᾽ τοὺ γράβε ᾽ ἐγκούφτε! (ποῦ νὰ τὴ βρῇς μέσα στὶς γράβες, ὅπου κρύφτηκε!) Πραστ. Τὰ εἴ᾽τα ἀπὸ τοὺς ἄρρωστοι σ᾽ ἤγ᾽κιι ἀνεμούουντε οὺ γράβε (τὰ ροῦχα τῶν ἀρρώστων τὰ πετοῦσαν στὶς τρῦπες τῶν βράχων) Τυρ. Ἔβαλε τὸ μάτι του ᾽ς τὴν ἀγράβα καὶ τήραε μέσα Ἀρτοτ. Ἔ᾽ ἀγράδις ἡ πόρτα κι᾽ φέρ᾽ πουλὺ κρύου Τριχων. Ἀνάμεσα ᾽ς τὶς πέτρες ὅπου τυχαίνει γράδα θὰ μπήγω καὶ ξυλόσφηνες Δ. Λουκόπ., Γεωργ. Ρουμελ., 294. β) Στενὴ χαράδρα Ἤπ. (Μαργαρ.) Πελοπν. (Δίβρ.) - Λεξ. Δημητρ.: Ἡ γίδα ἔπεσε σὲ γράβα Μαργαρ. Ἐχώθηκε ἡ γίδα σὲ νιˬὰ γράβα Δίβρ. γ) Βαθὺς ὁρμίσκος Ζάκ. 2) Σπήλαιον Ἤπ:. (Ἀγία Κυριακ. Θεσπρωτ. Κρυοπ. Μαργαρ. Πρέβ. Σαμωνίβ. Σούλ.) Κέρκ. Παξ.: ᾽Σ τὴν τρανὴ τὴ γράβα π᾽ ἔεις κρύψ᾽ τὴν προῖκα σ᾽ νὰ πᾷς νά ἰδ᾽ς μὴ στάζ᾽ (ρανὴ = τρανή, μεγάλη) Κρυοπ. Ἤτανε δυˬὸ τρεῖς κοπέλες κ᾽ ἐβγάνανε πηλὸ κ᾽ ἔπεσε ἡ γράβα καὶ πλάκωσε τὴ μιˬὰ Παξ. Διˬάκαμαν καὶ bήκαμαν ᾽ς τὴ γράβα καὶ βρήκαμαν ᾽να κρινὶ μελίσσ᾽ (κρινὶ = κυψέλη) Μαργαρ. Συνών. γκρότα, μπιστιριˬά, σπέλα, σπηλιˬά. 3) Βράχος, λίθος μέγας Ζάκ. Ἤπ. (Τσαμαντ.): Ἐπῆγε ἔρριζα ᾽ς τὴ γράδα καὶ τοῦ δίνει τοῦ λαγοῦ ἔνα σbάρο καὶ τὸ φέρνει ξύσου ᾽ς τὴ μύτη (ἕρριζα = σύρριζα, ξύσου = ἀκροθιγῶς) Ζάκ. 4) Εἶδος χοροῦ Ἤπ. (Κουκούλ.): Θέλου νὰ μ᾽ πάριτι πρῶτα τ᾽ γράβα κ᾽ ὕστιρα κανένα ἄλλου χουρό. Ἠ λ. καὶ ὡς τοπων. ὑπὸ τοὺς τύπ. Γκράβα Ἀττικ. Γράβες Κέρκ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA