γράβαλο

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γράβαλο

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γράβαλο τό, (ΙΙ) Ἐρεικ. Ἤπ. (Ραδοβύζ.) Κεφαλλ. γράβαλον Λεξ. Αἰν. γράβαλου Θεσσ. (Μυρόφυλλ.) Μακεδ. (Καταφύγ.) Στερελλ. (Αἰτωλ. Ἀστακ. Γραν. Δωρ. Εὐρυταν. Καρπεν. Λεπεν. Ξηρόμ. Σπάρτ.) γράμπαλο Ἐρεικ. Ἰκαρ. (Εὔδηλ.) γράφαλο Ἄνδρ. γράβανο Πάρ. γραμπάλα ἡ, Μῆλ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. γράβα καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. -αλο, διὰ τὴν ὁπ:. βλ. Γ. Χατζιδ. Ἀθηνᾶ 29 (1917) Λεξικογρ. Ἀρχ., 8.

Σημασιολογία

1) Ἀπότομος βράχος Ἄνδρ. 2) Λίθος ἐνσφηνωμένος εἰς τὸ ἔδαφος Κεφαλλ.: Τά γράβαλα μοῦ ξεστελε͜ιώσανε τ᾽ ἁλέτρι. Ἔχω κἄτι χωράφιˬα ὅλο γράβαλα! Τί νὰ σπείρῃς; 3) Λίθος χειροπληθὴς Ἤπ. (Ραδοβύζ.) Θεσσ. (Μυρόφυλλ.) Στερελλ. (Αἰτωλ. Ἀστακ. Γραν. Δωρ. Εὐρυταν. Καρπεν. Λεπεν. Ξηρόμ. Σπάρτ.) - Λεξ. Αἰν.: Πῆρι ἕνα γράβαλου κὶ τό ᾽ρριξι κουντά τ᾽ Αἰτωλ. Τοὺ χαλᾶν τὰ γράβαλα τ᾽ ἀμπέ᾽ αὐτόθ. || Φρ. Τοὺν πῆρι μὶ τὰ γράβαλα ἀπουκουντὰ (= τὸν κατεδίωξε) αὐτόθ. Γράβαλα ᾽ς τοῦ κιφά᾽ του! (ἐπὶ μὴ ἐκτελέσεως πράξεως ἡ ὁποία θὰ ἀποβῇ ὠφέλιμος εἴς τινα) Γραν. Συνών. κιˬόνι, κοτρώνι, μόχαλο. 4) Ἀγρὸς πετρώδης Ἰκαρ. (Εὔδηλ.) Μῆλ.: Βάλε κανέναν παπούτσι καὶ δὲν μπορεῖς νὰ περπατήσῃς καλά, γιˬατ᾽ εἶναι ὅλο γράμπαλα Εὔδηλ. Ἔχω ᾽ς τὸ μεγάλο λιβάδι μνιˬὰ γραμπάλα, μὰ δὲ dηνὲ σπέρνω ποτὲς Μῆλ. 5) Πετρώδης πυθμὴν θαλάσσης Ἐρεικ.: Ἐφουντάρησε τὴν ἄνκουρα πάνω ᾽ς τὰ γράμπαλα. 6) Ἐπιθετικ., ὁ πετρώδης Στερελλ. (Δωρ.): Χουράφι γράβαλου. Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. ὑπὸ τοὺς τύπ. Γράβαλο Ἐρεικ. Ἰθάκ. Γράβαλου Ἤπ. (Φιλιᾶτ.) Μακεδ. (Καρπερ.) Γράβαλα Λευκ. (Νικιάν.) Γράμπαλο Ἐρεικ. Γραμπάλ-λες Ἀμοργ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/