ἀστενεύω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀστενεύω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀστενεύω ΧΧρηστοβασ. Διηγ. Θεσσαλ. 19 Μέσ. ἀστενεύομαι Πελοπν. (Ἀρκαδ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἀστενής. Παρὰ Σομ. τύπ. ἀσθενεύω.
Σημασιολογία
1) Ἀτονῶ ἐκ νόσου, ἐξασθενῶ Πελοπν. (Ἀρκαδ.) 2) Ἐλαττοῦμαι, ἐπὶ φωνῆς: Οἱ ἀλυχτησιˬὲς ἀστένεψαν καὶ ἀστενεύοντας ἀστενεύοντας σώπασαν ὅλως διόλου ΧΧρηστοβασ. ἔνθ’ ἀν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA