βγαίνω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βγαίνω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
βγαίνω, ἐγβαίνω Καππ. (Ἀνακ.) Πόντ. (Κερασ. Οἰν. Ὄφ. Σαράχ. Τραπ. Χαλδ.) ἐgουαίν-νω Ἀπουλ Καλαβρ. (Μπόβ.) ’gουαίν-νω ᾿Απουλ. Καλαβρ (Καρδ.) ᾿ουαίνω Ἀπουλ. ὀγβαίνω Πόντ. (Τραπ) ᾿γβαίνω Πόντ. (Οἰν.) ἐβγαίνω Ἄθ. Ἤπ. Θρᾴκ. Καππ. (Ἀνακ.) Κάρπ. Ποντ (Κερασ. Κοτύωρ. Ματζούκ. Οἰν. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ) ἠβγαίν-νω Κύπρ. βγαίνω κοιν. καὶ Καλαβρ. Καππ. βγαίνου βόρ. ἰδιώμ. βγαίν-νω Ἰκαρ. Ρόδ. Σύμ. κ.ἀ βγαίν-νου Λυκ. (Λιβύσσ.) βιαίνω Μύκ. βραίνω Καππ. (Ἀξ. Ἀφσάρ. Οὐλαγ. Σίλατ. Φάρασ. Φερτ. Φλογ.) βgαίνου Καππ. (Μαλακ.) βκαίνω Καππ. βκαίν-νω Κύπρ. Ρόδ. Φκαίννω Ρόδ. ἐβγήνω Πόντ. (Ὄφ.) βγήνω Πόντ. (Ὄφ.) bαΐνου Τσακων. Ἀόρ ἐξέβα Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Χαλδ.) ἐξῆβα Πόντ. (Ματζούκ. Τραπ. κ.ἀ) ἦβγα Ἰων. (Ἐρυθρ.) Μεγίστ. Νίσυρ. κ.ἀ ἔβγα Καππ. (Φάρασ.) Προστ.βγῆκα Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.) β’ πληθ. βγέστε Ἀθῆν.
Χρονολόγηση
Μεσαιωνικό
Ετυμολογία
Τὸ μεσν. βγαίνω, ὃ ἐκ τοῦ ἀρχ. ἐκβαίνω. Πβ. Κορ.Ἄτ. 1,219. Ὁ τύπ. ἐβγήνω διὰ τὸν ἀόρ. ἐβγῆκα.
Σημασιολογία
Α) Κυριολ. 1) Ἐξέρχομαι κοιν. καὶ Ἀπουλ. Καλαβρ. (Καρδ. Μπόβ.) Καππ. (Ἀνακ. Ἀξ. Ἀφσάρ. Μαλακ. Ουλαγ. Σίλατ. Φαρασ. Φερτ. Φλογ.) Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Ματζούκ. Οἰν. Ὄφ. Σαραχ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) Τσακων.: Φρ. Βγαίνω νὰ περπατήσω –νὰ ξεσκάσω–νὰ ξεζαλιστῶ-νὰ πάρω τὸν ἀέρα μου (βγαίνω ἐνν. ἐκ τῆς οἰκίας μου κττ.) Βγαίνω ἔξω (ἐξέρχομαι τῆς οἰκίας). Βγῆκαν νὰ τὰ ποῦνε (ἐπὶ παιδίων τὰ ὁποῖα ᾄδουν τὰ κάλαντα). Βγαίνουν τὰ ἅγια (γίνεται ἡ μεγάλη εἴσοδος τῆς λειτουργίας). Βγαίν’ ἡ ψυχή μου (ἀγωνιῶ, μοχθῶ ἢ ξεψυχῶ). Μοῦ βγῆκε ἡ ψυχὴ καὶ συνεκδ. μοῦ βγῆκε ἡ πίστι-ὁ Θεὸς (ἐμόχθησα καθ’ ὐπερβολήν). Βγαίνω ἀπ’ τὴ φυλακὴ (ἀπαλλάσσομαι τῆς φυλακῆς). Βγαίνω ζημιωμένος-κερδισμένος ἀπ᾿ τὴ δουλειὰ (ἐπὶ κερδοσκοπικῆς ἐπιχειρήσεως). Μοῦ βγῆκε ἀπ’ τὴ μύτι (ἐπὶ δυσαρέστων ἐπακολουθημάτων καλοῦ τινος πράγματος, δυσαρέστουκαταστάσεως ἀκολουθούσης εὐχαρήστησιν). Μοῦ βγαίνει ξινό (συνών. τῇ προηγουμένῃ). Βγαίνει ἀπ᾿ τὸ νοῦ (λησμονεῖται). Μὲ τὸ τσεγκέλι βγαίνουν τὰ λόγιˬα ἀπ᾿ τὸ στόμα του (ἐπὶ τοῦ δυσκόλως ὁμιλοῦντος) κοιν. Βγαί’ στρέμμα (ἀνασκάπτεται βαθέως, οἷον: ἄ δὲ βγῇ στρέμμα τ᾿ ἀμπέ’, δὲν καρπίζ’) Μακεδ. (Χαλκιδ.) Ἐξήβεν ἔξ’ (ἀπεπάτησεν) Τραπ. ᾿Εξέβεν ἀσ' σὸ νοῦ μ’ (βγῆκε ἀπὸ τὸν νοῦν μου, τὸ ἐλησμόνησα) Χαλδ. ᾽Εξέβεν δονάρ’ (ἐβγῆκε νέος ἑσμὸς μελισσῶν) αὐτόθ. Τὸ γάλαν-τὸ φαεῖν ἐβγαιν’ κὰ (βράζον ὑπερεκχειλίζει) αὐτόθ. || Παροιμ. Ἀσ’ σ’ ἕναν τ᾿ ὠτὶν ἐμπαι’ν’ κι ἀσ’ σ' ἄλλο ἐβγαι’ν’ (ἐπὶ λόγου, συμβουλῆς κττ. μὴ προξενούντων αἴσθησιν εἰς ἐκεῖνον πρὸς τὸν ὁποῖον ἀπευθύνονται) αὐτόθ. Ὁ κόχλον ἐξέβεν ἀσ’ σὸ τζέπλ’ν ἀτ᾽ κ' εἶπεν, φτοῦ καὶ μέρ’ ἔμ’νε! (τὸ σαλιγκάρι βγῆκε ἀπὸ τὸ καύκαλό του καὶ εἶπε, φτοῦ καὶ ποῦ ἤμουν! ἐπὶ τοῦ περιφρονοῦντος τοὺς οἰκείους ἣ τὴν πατρίδα, διότι ἀνῆλθεν εἰς ἀνωτέραν κοινωνικὴν θέσιν) αὐτόθ Γνωμ. Ἡ ἀρρώστια μπαίνει μὲ τὸ σακκὶ καὶ βγαίνει μὲ τὸ βελόνι σύνηθ. || ᾌσμ. ’Στὴν πόρτα σου ξενύχτησα-ν-ἀπάνου ’ς τὸ χορτάρι καὶ βγῆκες καὶ μὲ πάτησες μὲ τ' ἄσπρο σου ποδάρι Λευκ. Ἀνοῖξαν τὰ ἐπουράνια τσαὶ βγῆκαν δυὸ ἀντζέλοι τσ’ ἠβγάλανε διˬαλαλημὸ ὅπο͜ια ἀγαπᾷ νὰ παίρνῃ Ἄνδρ. .....’Σ τὸ χρόνο ἦβγε μὲ σπαθί, ᾿ς τσοὶ δυˬό ’βγε μὲ κοντάρι Ἴων. (Ἐρυθρ.) Καὶ μεθ’ ἁπλῆς ἢ ἐμπροθέτου μετὰ τοῦ (εἰ)ς αἰτιατικῆς πρὸς δήλωσιν τοῦ σκοποῦ ἢ τοῦ τέρματος τῆς ἐξόδου καὶ κινήσεως κοιν.: Βγαίνω κάθε μέρα κυνήγι–περίπατο κττ. Βγαίνω ’ς τὸν ἥλιˬο-’ς τὴ λιˬακάδα κττ. Βγαίνω ’ς τὴ γύρα-᾿ς τὸν κάμπο-’ς τὸ μπαλκόνι-’ς τὸ παράθυρο-’ς τὴν πόρτα-’ς τὴν ταράτσα κττ. Βγαίνω ἀπ᾿ τὸ λιμάνι ’ς τ’ ἀνοιχτὰ-’ς τὸ πέλαγος κττ. κοιν. Βγῆκε ’ς τὴν κλεψιὰ-’ς τὸ χορὸ κττ. Ἤπ. || Φρ. Βγαίνου’ς τ’ν ἄκρ’ (τελειώνω, συντελοῦμαι) Στερελλ. (Αἰτωλ.) || ᾌσμ. Ἄς ἔβγω ’ς τὴ γειτόνισσα ’ς τὴν ὀνειροδιˬαλύτρα νὰ μ’ ἀναλύσῃ τ’ ὄνειρο αὐτὸ ποῦ εἶδ’ ἀπόψε (ἀναλύσῃ=ἐξηγήσῃ) Νίσυρ. Ἰβγᾶτι, ἀγώριˬα, ’ς τοὺ χουρό, κουρίτσιˬα ’ς τοὺ σιργιˬάνι νὰ ἰδῆτι κὶ νὰ μάθιτι πῶς πιˬάνιτι ἡ ἀγάπη Μακεδ. Καὶ μετβ. κάμνω τι ἢ τινὰ νὰ ἐξέλθῃ, ἐξάγω, ἐκβάλλω Ἀθῆν. (παλαιότ.) Αἴγιν. Ζάκ. Ἤπ. Κεφαλλ. Μέγαρ. Πελοπν. (Κορινθ. Ξηροχώρ.) Σάμ. Στερελλ. (Λεπεν) κ.ἀ.: Τὸν πιάνω καὶ τὸν βγαίνω ἕξω ἀπ᾿ τὸ σπίτι Ἀθῆν. Βγαίνει ἕνα μαχαίρι καὶ τὸν μαχαιρώνει ’ς τὴν κοιλιὰ αὐτόθ. Βγαίνω αἷμα ἀπ’ τὴ μύτι-ἀπ’ τὸ στόμα αὐτόθ. Βγαίνει καὶ τοῦ δίνει ἕνα χαρτὶ Ἤπ. || Φρ. Βγαίνω τὴν ψυχὴ ἑνοῦ (βασανίζω, τυραννῶ) Κεφαλλ. Τὸ βγαίνει ἀπ’ τὸ κεφάλι του-τὸ μυˬαλό του-τὸ νοῦ του-τὴν κοιλιˬά του (τὸ ἐπινοεῖ) Ἀθῆν. Δὲν τὸ βγαίνω ἀπ’ τὸ νοῦ μου (δὲν τὸ λησμονῶ) αὐτόθ. Βγαίνω λόγο (ὁμιλῶ, δημηγορῶ, κηρύττω) αὐτόθ. Βγαίνω λόγιˬα (διαδίδω τι πρὸς δυσφημισμὸν) αὐτόθ. Δὲ βγαίνω γρῦ-λέξι-λόγο-μιλιˬὰ-τσιμουδιˬὰ-φωνὴ (σιωπῶ τελείως) αὐτόθ. Βγαίνω νὰ ἰδῶ ἢ νὰ μάθω τὸ ριζικό μου (ἐπὶ τοῦ κλήδονα) Αἴγιν. κ.ἀ.|| Παροιμ. Ὅπου εἶναι πολλὲς μαμμὲς βγαίνουν τὸ παιδὶ στραβὸ Ξηροχώρ. Ἀντίθ. μπαίνω. β) Ἀντλοῦμαι κοιν.: Τὸ νερὸ βγαίνει εὐκολώτερα μὲ τὴν τρόμπα παρὰ μὲ τὸν κουβᾶ. Καὶ μετβ. ἀντλῶ Ἀθῆν. (παλαιότ.) Αἴγιν. κ.ἀ: Βγαίνω κρασὶ-λᾴδι-νερό. γ) Ἀποσπῶμαι κοιν.: Κόλλησε τὸ μπλάστρι καὶ δὲ βγαίνει. .Μὲ ἕνα τραύιγμα βγῆκε μιὰ τούφα μαλλί. Βγαίνουν οἱ τρίχες. Βγαίνουν τὰ φτερὰ τῆς κόττας. δ) Ἐξορύσσομαι. σύνηθ. καὶ Τσακων.: Στὸ μέρος αὐτὸ βγαίνει ὡραῖο μάρμαρο–μολύβι--κάρβουνο κττ. || Φρ. Νὰ μοῦ βγοῦν τὰ μάτιˬα! (ὅρκος). Νὰ βγοῦν τὰ μάτιˬα σου! (ἀρά). Βγαίνουν τὰ μάτιˬα μου (καταπονοῦνται πολὺ) σύνηθ. Βγαίνει τὸ μάτι τοῦ δεῖνα (φθονεῖ καθ.’ ὑπερβολὴν) Νάξ. (Ἀπύρανθ.) || Γνωμ. Κάλλιˬο νὰ βγῇ τὸ μάτι σου παρὰ τ’ ὄνομά σου σύνηθ. Ἦβγαν τὰ μάτιˬα του (ἐτυφλώθη) Μεγίστ. Καὶ μετβ. ἐξορύσσω Ἀθῆν. (παλαιότ) Αἴγιν. κ.ἀ: Ἐκεῖ βγαίνουν πέτρα καὶ κοντεύουν νὰ φάνε ὅλο τὸ βουνὸ Ἀθῆν. Παίρνει ἕνα μαχαίρι καὶ βγαίνει τὰ μάτιˬα τῆς εἰκόνας. ε) Ἀναβρύω κοιν.: ’Σ τὸ δεῖνα μέρος βγαίνει νερὸ-πετρέλαιο. Τὸ νερὸ βγαίνει ἀπό ’να βράχο. Σκάψαμε καὶ βγῆκε νερὸ σὲ τόσα μέτρα βάθος. Καὶ μετβ. πολλαχ.: Ἡ γῆ-τὸ κανάτι-ἡ στάμνα βγαίνει νερό. ς) Ἐκκολάπτομαι κοιν: Ἄρχισαν νὰ βγαίνουν τὰ πουλλάκιˬα || Φρ. Βγῆκε ἀπ᾽ τ᾽ ἀβγὸ (ἐπὶ ἀνθρώπου λεπτοῦ καὶ εὐαισθήτου). Ἀκόμη δὲν ἐβγῆκε ἀποὺ τ᾿ ἄβγὸ (εἶναι μικρὸς ἀκόμη) Κρήτ. ζ) Ἀφαιροῦμαι, ἀποβάλλομαι κοιν.: Βγῆκε τὸ σαμάρι τοῦ ζῴου καὶ φάνηκαν οἱ πληγές του. Εἶναι στενὲς οἱ κάλτσες καὶ μήτε μπαίνουν μήτε βγαίνουν εὔκολα. Βγαίνουν τὰ λέπια τοῦ ψαριοῦ-ἡ φλούδα τοῦ πορτοκαλιοῦ κττ. Καὶ μετβ. ἀφαιρῶ, ἀποβάλλω Ἀθῆν. (παλαιότ.) Αἰγιν. κ.ἀ.: Βγαίνει ἀπ᾿ τὴ μέση του τὸ ζωνάρι-τὸ λουρὶ κττ. Τοὶς βγαίνω τοὶς τρύπιες φακὲς Ἀθῆν. 2) Ἐξαρθροῦμαι κοιν.: Βγῆκε τὸ πόδι μου-τὸ χέρι μου κττ. || Φρ. Βγῆκε ὁ λαιμός μου νὰ φωνάζω (ἐξηρθρώθησαν τὰ φωνητικά μου ὄργανα). 3) Ἀποστάζομαι κοιν.: Ῥακὶ βγαίνει ἀπὸ μοῦρα-ἀπὸ τσίπουρα κττ. 4) Ἐξαλείφομαι κοιν.: Βγαίνουν οἱ λᾳδιˬὲς–οἱ λεκέδες–οἱ μουντζοῦρες-οἱ νερολᾳδιˬὲς κττ. Πλύθηκε τὸ ὕφασμα καὶ βγῆκε τὸ χρῶμα του. Καὶ μετβ. ἐξαλείφω, ἐξαφανίζω Ἀθῆν. (παλαιότ.) Αἴγιν. Βγαίνω τὴ λᾳδιὰ Ἀθῆν. 5) Ἐξάγομαι πρὸς κηδείαν, ἐκφέρομαι κοιν.: Τώρα βγαίνει τὸ λείψανο-ὁ νεκρός. Καὶ μετβ. ἐξάγω πρὸς κηδείαν, ἐκφέρω Ἀθῆν.: Βγαίνουν τὸ νεκρὸ 6) Περιάγομαι, περιφέρομαι κοιν.: Βγαίνει δίσκος γιˬὰ τὴν ἐκκλησία γιˬὰ τοὺς φτωχούς κττ. Βγαίνει ἡ εἰκόνα γιˬὰ δέησι-γιˬὰ λιτανεία. 7) Ἀναδίδομαι, γεννῶμαι, φύομαι κοιν.: Βγαίνει τὸ χορτάρι, ἄμα βρέξῃ. Τώρα βγαίνουν τὰ δοντάκιˬα τοῦ παιδιοῦ. Βγῆκαν τὰ γένε͜ια μου. Βγῆκε ἕνας καλόγερος ’ς τὸ σβέρκο μου - ἕνα σπυρὶ ᾿ς τὸ πρόσωπό μου κττ. κοιν. || Φρ. Νὰ σοῦ βγοῦν οἱ μαῦρες! (ἀρὰ) πολλαχ. Ἀπ᾽ τὸ κουνουπίδι βγῆκε (εἶναι παντελῶς ἔρημος) Ἄνδρ. || Γνωμ. Ἀπὸ ρόδο βγαίν’ ἀγκάθι κι ἀπ’ ἀγκάθι βγαίνει ρόδο (ἐπὶ τέκνου ἀναξίου τῶν γονέων καὶ ἐπὶ τέκνου καλυτέρου τῶν γονέων) σύνηθ. || ᾎσμ. ’Σ τὴ bόρτα σου δὰ πά’ νὰ βγῶ πράσινο χορταράκι γιˬὰ νὰ περνᾷ νὰ μὲ πατῇ τ᾽ ἄσπρο σου ποδαράκι Κρήτ. Καὶ μετβ. ἀναδίδω, γεννῶ, φύω Ἀθῆν. κ.ἀ.: Δὲν ἔβρεξε καὶ δὲ βγαίνει ἡ γῆς χορτάρι. Ἡ βρούβα βγαίνει τὰ βλαστάριˬα της τὸ Φλεβάρι. Τὸ παιδὶ ἄρχισε καὶ βγαίνει δόντιˬα. Συνών. φυτρώνω. 8) Ἐμφανίζομαι εἰς τὴν ἀγορὰν κοιν.: Βγῆκαν τὰ ἀχλάδιˬα-τὰ κουκκιˬὰ-τὰ σταφύλιˬα-τὰ σῦκα κττ. Βγῆκε τὸ κριθάρι-τὸ σιτάρι κττ. (ὡρίμασε καὶ ἁλωνίσθηκε). 9) Ἀποδίδομαι, παράγομαι κοιν.: ’Σ τὸ δεῖνα μέρος βγαίνει ὡραῖο μοσκᾶτο σταφύλι-κρασὶ-λάδι κττ. Καὶ μετβ. παράγω, ἀποδίδω Ἀθῆν. (παλαιότ.) Αἴγιν. Ἤπ. κ.ἀ.: Ἡ κατσίκα μας βγαίνει πολὺ γάλα Ἀθῆν. Ὁ φοῦρνος τοῦ δεῖνα βγαίνει ὡραῖο ψωμὶ αὐτόθ. Τὸ μέρος ἐκεῖνο βγαίνει καλαμπόκι-σιτάρι κττ. || Φρ. Τοῦ φτωχοῦ τ’ ἀβγὸ πουλλὶ δὲ βγαίνει Ἤπ. β) Ἐπὶ ἤχου, ἐκπέμπομαι, ἀκούομαι σύνηθ. καὶ Πόντ. (Τραπ. Χαλδ.): Ἀπ᾿ τὸ ὑπόγειο βγαίνει ἕνα βογγητὸ. Τὰ λόγιˬα του βγαίνουν ψιθυριστὰ σύνηθ. Ἐξέβεν ἕναν λαλίαν Χαλδ. 10) ᾽Αναδίδομαι, ἐκπέμπομαι κοιν.: Μιˬὰ ἄσκημη μυρωδιˬὰ βγαίνει ἀποδῶ. Βγαίνει βρόμα ἀπ’ τὸ στόμα του. Καὶ μετβ. ἀναδίδω, ἐκπέμπω ᾿Αθῆν. (παλαιότ) Αἴγιν.: Τὸ στόμα του βγαίνει βρόμα. 11) Ἀνατέλλω κοιν. καὶ Καππ. (Σίλατ. Φάρασ.) Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Τραπ. Χαλδ.) Τσακων.: Τὴν ὥρα ποῦ βγαίνει ὁ αὐγερινὸς-ὁ ἥλιˬος-τὸ φεγγάρι κττ. κοιν. Ἐξέβεν ὀ ἥλον Χαλδ. ’Ξέβην ἥλιˬος Σίλατ. Ἔβγ’ ὁ φεγγοῦτσος Φάρασ. Ἡ μετοχ. βγαίνοντας ἐπιρρηματ. ἅμα τῇ ἀνατολῇ πολλαχ.: Βγαίνον τας ὁ ἥλιˬος ξεκινήσαμε. β) Ἀποκαλύπτομαι ἐκ τῶν νεφῶν, ἐπὶ τοῦ ἡλίου κοιν.: Δὲ βγαίνει ὁ ἥλιος νὰ στεγνὠοουν τὰ ροῦχα-νὰ βγοῦμε νὰ λιˬαστοῦμε κττ. 12) Πηγάζω κοιν.: Το ποταμάκι βγαίνει ἀπ’ τὸ δάσος-τούς βράχους. 13) Γίνομαι κοιν.: Τὸ σκοινὶ βγαίνει ψιλὸ (λεπτότερον τοῦ ὑπολογιζομένου). Ἀπὸ ἄλλο μύλο βγαίνει τ’ ἀλεύρι χοντρὸ κι ἀπὸ ἄλλο ψιλό. 14) Ἐμφανίζομαι, παρουσιάζομαι κοιν.: καὶ Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Τραπ. Χαλδ.): Βγῆκε ὁ γείτονας νὰ τοῦ πάρῃ τὸ μέρος. Συχνὰ βγαίνει μπροστά μου αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος. || Φρ. Βγαίνω ᾿ς τὴν κοινωνία-’ς τὸν κόσμο (ἐμφανίζομαι εἰς τὴν κοινωνικὴν ζωήν). Βγαίνω ’ς τὴ μέση (παρεμβάλλομαι). Βγαίνω μπροστὰ (παρεμβάλλομαι ὡς ἐμπόδιον). Δουλειὰ ποῦ μᾶς βγῆκε! (ἐπὶ παρουσιαζομένης δυσχερείας) κοιν. Ντὸ δουλεία ἐξέβεν ᾿ς σὸ κεφάλι μ᾿! (συνών. τῇ προηγουμένῃ) Χαλδ. Βγαίνω 'ς τὴν κουβέντα (μετέχω συνομιλίας) Πελοπν. || ᾎσμ. Γιˬὰ τ’ ἐμὲν ἄντρας ’κ’ ἐξεβεν | καὶ σκαφίδ’ ’κ’ ἐπελεκέθεν Χαλδ. β) Ἀποκαλύπτομαι. φανερώνομαι Ἤπ.: Γνωμ. Δῶσ’ κρασὶ νὰ βγῇ ἡ ἀλήθε͜ια. 15) Ἀποφοιτῶ κοιν.: Βγῆκε μὲ βαθμὸ ἄριστα ἀπὸ τὸ γυμνάσιο-τὸ πανεπιστήμιο κττ. 16) Ἀπομακρύνομαι κοιν.: Βγαίνω ἀπ’ τὰ ὅρια–τὰ σύνορα κττ. || Φρ. Βγαίνω ἀπ’ τὸ λόγο μου (παραβαίνω τὸν λόγον μου, τὴν ὑπόσχεσίν μου). Βγαίνω ἀπ᾿ τὰ λογικὰ-τὸ νοῦ-τὰ ὅρια-τὰ σωστὰ (ὑπερβαίνιο τὰ ὅρια τοῦ ὀρθοῦ, παρεκτρέπομαι ἢ ἐξίσταμαι τῶν φρενῶν). Βγαίνω ἀπ' τὰ συλλογικά μου (ἐξίσταμαι τῶν φρενῶν). Βγαίνω ἀπ’ τὸ λογαριˬασμὸ (παρεκτρέπομαι). Βγῆκε ἀπ' τὴν καρδιˬά μου (ἔπαυσα νὰ τὸν ἀγαπῶ) κοιν. Βγαίνω ἀπ’ τὸν ὁρισμὸ (παραβαίνω τὴν διαταγὴν) Κρήτ. Βγαίνω ἀπ’ τὴ θάλασσα (παύω ναυτιλλόμενος) Κίμωλ. 17) Ἀποπατῶ, ἀφοδεύω (ἐκ τῆς σημ. τοῦ ἐξέρχομαι τῆς οἰκίας πρὸς ᾶφόδευσιν) κοιν.: Τρώγω πολλὰ χόρτα καὶ βγαίνω ταχτικἀ. Βγῆκα ἕνα-δυˬὸ-τρία χέριˬα. 18) Ἀποβιβάζομαι ἐν. πλοίου εἰς τὴν στερεὰν κοιν.: Ταξιδέψαμε δυὸ μέρες καὶ τὴν τρίτη βγήκαμε ’ς τὸ δεῖνα μέρος. β) Διαπερῶ, διέρχομαι κοιν.: Πέφτει ’ς τὸ ποτάμι καὶ κολυμπῶντας βγαίνει πέρα. 19) Φθάνω Πόντ. (Κερασ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) : Παροιμ. Ὁ κύλλον ’ς σὴν ἄνοιξιν ἐβγαι’ν’, ἀμὴ ντὸ σύρει ἐκεῖνος ἐξέρει (ἐπὶ τοῦ ἐπιτυγχάνοντός τι κατόπιν πολλῶν μόχθων) Κερασ. 20) Παρέρχομαι. σύνηθ. καὶ Πόντ. (Κερασ. Τραπ. Χαλδ κ.ἀ) Βγῆκε ὁ χρόνος. Κοντεύει νὰ βγῇ ὁ μῆνας-ό χειμῶνας κττ. κοιν. ᾽Εξέβεν ὁ μῆνας Χαλδ. || Φρ. Μῆνας μπαίνει, μῆνας βγαίνει (ἐπὶ πράξεως κατὰ μῆνα ἐπαναλαμβανομένης, οἷον: μῆνας μπαίνει, μῆνας βγαίνει πληρώνουμε τὸ νοίκι-τρέχει ὁ μισθὸς κττ.) κοιν. || ᾎσμ. Βγῆκαν τὰ πασκαλόγεˬουρτα κ’ οἱ ’πίσημις ἡμέρις Μακεδ. Ἡ μετοχ. βγαίνοντας ἐπιρρηματ.: Ἀγιὰ Δευτέρα βγαίνοντας, ἀγιˬὰ Τρίτη μπαίνοντας (ἐξ ἐπῳδ.) Πελοπν. (Αἴγ.) 21) Ἀνέρχομαι, ἀνεβαίνω σύνηθ. καὶ Πόντ (Κερασ. Κοτυωρ. Τραπ. Χαλδ.) Τσακων Βγαίνω τὸν ἀνήφορο Κόρινθ. Βγαίνω τὴ σκάλα Κρήτ. Βγαίνω ᾽ς τὴν κορυφὴ τοῦ δέντρου Νίσυρ. ᾽Εβγαίνω ἀπάν’ ᾿ς σὸ δεντρὸν-’ς σὸ δῶμαν κττ. Τραπ Χαλδ. Ὁ ἥλöν ἐξέβεν ψηλὰ ’ς σὸν οὐρανὸν Χαλδ. Ἀ κατζούα ἐbαῆτζε τάνου τὰν κορφὰ τοῦ δεντικοῦ (ἡ γάττα ἀνέβηκε ἐπάνω εἰς τὴν κορυφὴν τοῦ δένδρου) Τσακων. || Φρ. Βγαίνω ’ς τὴ σκηνὴ καὶ κατ᾽ ἐπέκτασιν βγαίνω ᾿ς τὸ θέατρο (γίνομαι ἡθοποιός). Βγαίνω ἀπάν’ ἀπάνω σὰν τὸ λάδι ἢ ἁπλῶς βγαίνω λάδι (ἀπαλλάσσομαι πάσης μομφῆς ἢ κατηγορίας). Βγῆκε ’ς τὸ κλαρὶ (ἔγινε λῃστὴς) σύνηθ. Τὸ αἷμαν ἐξέβεν ᾿ς σὸ κιφάλι μ᾽ (ἠγανάκτησα) Χαλδ. ᾽Εβγαίνω ἀπαγκαικὰ (προάγομαι, εὐδοκιμῶ, πλουτῶ) Τραπ. || Αἴνιγμ. ᾿Εγβαίνω ᾿ς σὴν ξυλίτσαν | καὶ λαγγεύω ’ς σὴν πετρίτσαν (ἀπὸ τὴν πινακωτὴν εἰς τὸν φοῦρνον, ὁ ἄρτος) Κερασ. || ᾌσμ. Ἐμύρισεν ἣ σκάλα σου.σὰν ἦρθα κ᾿ ἦβγ’ ἀπάνω Νίσυρ. Χρουσὸς ἀτὸς ἐγίνηκεν, ’ς τοὺς οὐρανοὺς τ’ Ἐξέην Κύπρ. Τὸ κυπαρέσσι μ᾿ τὸ λεγνὸν τὸ στέκει ’ς σ’ Ἅεν τ’ Ὄρος ἐλέγνυνεν κ᾽ ἐμάκρυνεν, ’ς σὰ έπουράν ’ξῆβεν Τραπ. Γελῶντα, παιζῶντα ἔβκαινε, κλαμῶντα κατεβαίνει Κύπρ. 22) Ἀποτυπώνομαι κοιν.: Βγαίνει ὡραῖα ἡ σφραγῖδα ’ς τὸ πρόσφορο-ἡ βούλλα ᾿ς τὸ βουλλοκέρι κττ. Βγαίνει ὡραῖα ἣ εἰκόνα σὲ γυαλιστερὸ χαρτί. 23) Διατείνομαι, ἐπιμηκύνομαι πολλαχ: Βγαίνει τὸ παννὶ-τὸ σκοινί, ἅμα τὸ τραυίξῃς πολλαχ. Καὶ μετβ. ἐπιμηκύνω τι διατείνων Ἀθῆν. (παλαιότ.) Μακεδ. (Χαλκιδ.) κ.ἀ.: Βγαίνω τὸ παννὶ Ἀθῆν. ||Φρ. Βγῆκα τοὺ παννὶ (μοῦ ἐπήρκεσεν ὁ στήμων, ὥστε νὰ δώσω εἰς τὸ μέλλον νὰ ὑφανθῇ παννὶ ὡρισμένον πλάτος, οἷον: βγῆκα τοὺ παννὶ σαράντα δικάδια) Χαλκιδ. Β) Μεταφ 1) ’Εγκαταλείπω τι ἀπομακρυνόμενος ἤ ἀπολυόμενος κοιν.: Βγῆκε ἀπ᾿ τὴ δουλε͜ιά του-τὴ θέσι του κττ. Βγῆκε ἀπ᾿ τὴν τέχνη του καὶ γυρίζει ἄεργος. 2) ᾿Απολλάσσομαι κοιν.: Βγαίνω ἀπὸ τὰ βάσανα-τοὺς μπελᾶδες κττ. 3) Ἀποκαθίσταμαι νυμφευόμενος, ὑπανδρεύομαι, ἐπὶ γυναικὸς Μακεδ. (Βλάστ.): Βγαί’ τοὺ κουρίτσ’. 4) Πληρώνομαι, ἐξοφλοῦμαι κοιν. καὶ Πόντ. (Χαλδ.): Βγῆκε τὸ χρέος. 5) ᾿Επαρκῶ σύνηθ.: Τὸ φαεῖ εἶναι λίγο καὶ δὲ βγαίνει γιˬὰ ὅλους. Τὸ ὕφασμα βγαίνει γιˬὰ τὸ φόρεμα. Βγαίνουν τὰ λεφτὰ ν’ ἀγοράσω τὸ πρᾶμα σύνηθ. || ᾎσμ. Πουλᾷ τὰ περιόλιˬα του κιˬ οὕλον του τὸ μαξούλι, ἐπούλησε κ᾿ ἐπούλαε καὶ πάλι δὲν ἐβγῆκε Νίσυρ. β) Ἀπροσ. συμφέρει Στερελλ. (Αἰτωλ.): Μ’ βγαί’ νὰ δ᾿λεύου γιὰ τόσις δραχμές. γ) ᾿Επαρκῶ οἰκονομικῶς, ἔχω χρήματα ὅσα χρειάζονται διὰ τὰς ἀνάγκας σύνηθ.: Δουλεύω μέρα νύχτα καὶ δὲ βγαίνω. Δὲ βγαίνει κἀνείς, ἅμα ἔχει πολλὰ ἔξοδα. 6) Συμποσοῦμαι κοιν.: Τὸ λᾴδι βγῆκε τρεῖς ὀκάδες. Τὸ κρασὶ βγαίνει ἕνα γαλόνι κοιν. || Φρ. Βγαίνω τόσω χρονῶ (εἶμαι τόσων ἐτῶν) Κύθηρ. Δὲ βγαίνει τὸ παννὶ βρακὶ (ἐπὶ ἀνεπαρκείας χρημάτων πρὸς ἀποπεράτωσιν ἔργου) Λεξ. Δημητρ. 7) Ὑπερβάλλω, παρευδοκιμῶ σύνηθ.: Κἀνένας δὲν τὸν βγαίνει ’ς τὰ νεˬᾶτα-’ς τὴν ὀμορφιˬὰ ᾿ς τὰ πλούτη ἢ ἁπλῶς δὲν τὸν βγαίνει κἀνεὶς σύνηθ. β) Διαγωνίζομαι Μεγίστ.: Τὰ παιδιˬὰ βγαίνουν ’ς τὴν ἄνεοι (εἰς τὸ ὑποβρύχιον κολύμβημα). Συνων παραβγαίνω. 8) Ἀποβαίνω κοιν.: Ἀλλεˬῶς τὰ περιμένει κἀνεὶς κι ἀλλεˬῶς βγαίνουν. Ἀλλεˬῶς ἔλπιζα κιˬ ἀλλεˬῶς βγῆκαν. Ἔκανα τὴν ἀπόφασι καὶ μοῦ βγῆκε σὲ καλό. Μοῦ βγῆκαν τὰ γέλιˬα σὲ κακό. Μοῦ βγῆκε τ’ ὄνειρο σὲ κακὸ-σὲ καλό. || Γνωμ. Κάνε τοῦ κακοῦ καλὸ γιˬὰ νὰ σοῦ βγῇ σὲ κακὸ πολλαχ. 9) Γίνομαι, ἀναδεικνύομαι κοιν. καὶ Καππ. (Ἀνακ.) Πόντ. (Κερασ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.): Βγαίνω βουλευτὴς–δήμαρχος-πρόεδρος κττ. Μὲ καλὸ φῶς βγαίνει ὡραία ἡ φωτογραφία. Ὁ δεῖνα βγῆκε κακὸς-καλὸς-κλέφτης-ψεύτης κττ. κοιν. Βγαίνω ἀσπροπρόσωπος (ὑφίσταμαι ἐπιτυχῶς δοκιμασίαν τινὰ χωρὶς νὰ ἐντροπιασθῶ ἢ ἐπιτυγχάνω εἰς τὴν διεξαγωγὴν ὑποθέσεως τινος, τῆς ὁποίας ἡ ἀποτυχία θὰ μοῦ ἐπροξένει καταισχύνην) κοιν. || ᾎσμ. Ὡς τ᾿ ἄκουσε κιˬ ὁ Πόρφυρος ἀρνιˬοῦ βοσκὸς ἐβγαίνει Ἀνακ. Ἡ σημ. καὶ μεσν. Πβ. Πουλλολ στ. 225 (ἔκδ.Wagner σ. 187) «ἐξέβησαν ἐπίσκοποι, ἔξαρχοι καὶ παππᾶδες». β) ’Εκθέτω ὑποψηφιότητα πρὸς ἐκλογὴν εἰς ἀξίωμά τι σύνηθ.: Βγῆκε γιˬὰ δήμαρχος–γιˬὰ πρόεδρος, μὰ δὲν πέτυχε. γ) Κληρώνομαι σύνηθ.: ᾿Εγὼ βγῆκα πρῶτος, ἐκεῖνος δεύτερος. 10) Ἀποκαλύπτομαι, ἀποδεικνύομαι κοιν.: Βγαίνω γελασμένος. Βγῆκαν τὰ λόγιˬα μου ἀληθινά. Ἀπ’ ὅλ’ αὐτὸ ποῦ εἴπαμε βγῆκες ψεύτης. Τοὺν πῆρα γιὰ τριαντάφυλλου κὶ βγῆκι τσουκνίδα Στερελλ. (Αἰτωλ.) || ᾎσμ. Μάτιˬα καὶ φρύδιˬα ἤβλεπα κ’ έπίστευγα ἡ καηˬμένη, μὰ τὴ gαρδιˬὰ δὲν ἤβλεπα κ᾿ ἐβγῆκα γελασμένη Κρήτ. 11) Προέρχομαι κοιν.: Δὲ βγαίνει κἀνένα καλὸ ἀπ’ αὐτά. Δὲ βγαίνει προκοπὴ ἀπὸ δαῦτον. || Φρ. Ὅ͵τι βγῇ (λέγεται ὑπὸ τοῦ ἀδιαφοροῦντος διὰ τὴν ἔκβασιν ὑποθέσεώς τινος) κοιν. || Γνωμ. Τὸ ξύλο βγῆκε ἀπ᾿ τὸν παράδεισο κοιν. Ἀπ’ τοὺ ἴδιˬου ξύλου βγαί’ σταυρὸς καὶ φκυάρ’ Θρᾴκ. (Αἶν.) β) Προκύπτω, συνάγομαι σύνηθ.: Ἀπ’ τὰ λόγιˬα του βγαίνει πῶς δὲ θέλει. γ) Γίνομαι, συντελοῦμαι: Ἀπ’ τὸ ὕφασμ’ αὐτὸ βγαίνει ἕνα πουκάμισο-ἕνα σακκάκι κττ. δ) Προκύπτω ὡς κέρδος, ὡς ὠφέλεια κττ. κοιν.: Τί βγῆκε μ’ αὐτό; Τί βγαίνει μ’ αὐτὰ ποῦ λέμε; Βγαίνει τίποτε ἀπ᾿ αὐτὴ τὴ δουλε͜ιά; Κατάλαβε πῶς δὲ βγαίνει τίποτα καὶ τὸν παράτησε Δὲ βγῆκε τίποτε ἀπὸ τόσα τρεχάματα. ε) ᾿Αποφέρω κέρδος, ἐπὶ ἐπιχειρήσεων Εὔβ. (Στρόπον.) -Λεξ. Δημητρ.: Τὸ γάλα δὲ βγαίνει ’σόδημα Στρόπον. Δὲ βγαίνει αὐτὴ ἡ δουλε͜ιὰ Δεξ. Δημητρ. 12) Ἀποκτῶμαι, κερδίζομαι κοιν.: Δὲ βγαίνει δεκάρα. Δύσκολα βγαίνουν τὰ χρήματα. Γιὰ νὰ βγῇ τὸ ψωμὶ πρέπει νὰ ἱδρώσῃ κἀνεὶς κοιν. Καὶ μετβ. ἀποκτῶ, κερδίζω πολλαχ.: Κουτσὰ στραβὰ βγαίνω τὸ ψωμί μου-τὰ ἔξοδά μου κττ. 13) Κερδίζω εἰς τυχηρὸν παιγνίδιον, εἰς χαρτοπαίγνιον κοιν.: ᾿Εγὼ βγῆκα - σὲ λίγο βγαίνω. β) Τελειώνω τὸν ὡρισμένον ἀριθμὸν παιγνιδίου τινος κοιν.: Βγαίνουμε 'ς τὰ τόσα. γ) Περατοῦμαι, ἐπὶ τῆς χαρτοπαιξίας πολλαχ.: Τὸ παιγνίδι βγαίνει ᾿ς τὰ τόσα. 14) Ἐπιτυγχάνω Καλαβρ. (Μπόβ.) Κρήτ.: Τὸ ὕφασμα βγῆκε’ς τὴ βαφὴ Κρήτ. ᾽Οῦτ-το πρᾶμα ἔν ἐgουαίν-νει (’οῦτ-το=τοῦτο) Μπόβ. 15) Εὑρίσκομαι, συνάγομαι διὰ λογιστικῆς πράξεως: Κάνω λογαριˬασμὸ καὶ βγαίνουν πολλὰ τὰ ἔξοδα. 16) Καταλήγω λογιστικῶς εἰς ἀποτέλεσμα ἀκριβὲς σύνηθ.: Βγαίνει ὁ λογαριˬασμὸς σωστὸς ἢ ἁπλῶς βγαίνει ὁ λογαριασμός. 17) Φέρομαι πρός τι σημεῖον, καταλήγω κοιν.: Τοῦτο τὸ μονοπάτι-τοῦτος ὁ δρόμος βγαίνει ᾿ς τὸ δεῖνα μέρος. Ποῦ βγαίνει κἀνεὶς ἀποδῶ; (ποῦ φθάνει) κοιν. Καὶ μετβ. ὁδηγῶ, φέρω Ἀθῆν. Πελοπν. (᾿Αργολ.): Τὸν πιάνω ἀπ’ τὸ χέρι καὶ τὸν βγαίνω ’ς τὸ φῶς Ἀθῆν. Τὸ βγαίνει ’ς τὴν ἀγορὰ Ἀργολ. β) Ὁδηγῶ φέρω κοιν.: Ἡ πόρτα βγαί νει ’ς τὸν κῆπο. 18) Διέρχομαι, ἐπὶ χρόνου Ἀθῆν. Αἴγιν κ.ἀ.: Εἶναι βαρεˬὰ ἄρρωστος καὶ δὲν τὴ βγαίνει τὴ νύχτα. Βγαίνουμε τὸ χειμῶνα-τὸ καλοκαίρι κττ. 19) Ἀποδεικνύομαι ἀληθής, ἐπαληθεύω, πραγματοποιοῦμαι κοιν. καὶ Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Τραπ. Χαλδ.) Τσακων.: Ἀπ'ὅσα ἐλπίζαμε δὲ βγῆκε κἀνένα. Βγῆκαν τὰ λόγιˬα του. Βγῆκε τ᾿ ὅνειρο κοιν. Ὁ λόγος άτ’ ἐξέβεν Χαλδ. || Φρ. Βγαίνω ᾿ς τὸ λόγο μου (τηρῶ τὴν ὑπόσχεσίν μου) Θεσσ. ( Ἁλμυρ.) κ.ἀ. 20) Δημοσιεύομαι κοιν.: ’Σ τὴν Ἀθήνα βγαίνουν πολλὲς ἐφημερίδες καὶ περιοδικὰ κοιν. Καὶ μετβ. ἐκδίδω, δημοσιεύω Ἀθῆν. Αἴγιν.: Βγαίνω ἐφημερίδα. β) Κοινοποιοῦμαι κοιν.: Βγῆκε διαταγὴ-νόμος κττ. γ) Διαδίδομαι κοιν.: Βγῆκε μόδα νὰ ντύνεται ἔτσι ἡ γυναῖκα. δ) Ἐκδίδομαι κοιν.: Βγῆκε ἡ ἄδεια τοῦ γάμου. Βγῆκε τὸ διˬαβατήριο. 21) Συντίθεμαι καὶ κοινοποιοῦμαι, ἐπὶ δημώδους ᾄσματος κοιν.: Βγῆκε νέο τραγούδι. 22) Κοινολογοῦμαι σύνηθ.: Βγῆκ’ ἕνας λόγος. β) Δυσφημίζομαι κοιν.: Βγῆκε τ’ ὄνομά του. 23) Ἀναγινώσκομαι, ἐπὶ γραφῆς: Δὲ βγαίνουν εὔκολα τὰ γράμματά του. Καὶ μετβ. Κατορθώνω ν’ ἀναγινώσκω Ἀθῆν. κ.ἀ.: Δὲν τὸ βγαίνω τό γράψιμό του τά γράμματά του Ἀθῆν. 24) Ἐξαρτῶμαι κοιν.: Φρ. Βγαίνει ἀπ᾿ τὸ χέρι μου (δύναμαι νὰ τὸ κάνω). 25) Κατὰ γ᾿ πρόσωπ, ἀξίζει, πρέπει Κρήτ.: Βγαίνει του νὰ φάῃ ξύλο. πβ. βγάζω, βγάλλω, βγάνω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA