ἀστενὴς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀστενὴς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀστενὴς ἐπίθ. ἀσθενὴς λόγ. σύνηθ. ἀστενὴς σύνηθ. ἀστινὴς Θρᾴκ. (Αἶν.) Θηλ. ἀστενήδισσα Ἄνδρ. (Κόρθ.)
Χρονολόγηση
Μεσαιωνικό
Ετυμολογία
Τὸ μεσν. ἐπίθ. ἀστενής, ὃ ἐκ τοῦ ἀρχ. ἀσθενής. Τὸ θηλ. ἀστενήδισσα ἐκ τοῦ πληθ. ἀστενῆδες.
Σημασιολογία
1) Ὁ νοσῶν, ὁ ἄρρωστος σύνηθ.: Εἶμαι ἀσθενὴς καὶ δὲν πῆγα σήμερα ’ς τὴ δουλε͜ιά μου σύνηθ. Σήμερα εἶμαι ἀστενήδισσα Κόρθ. || Γνωμ. Ἀσθενὴς καὶ ὁδοιπόρος ἁμαρτίαν οὐκ ἔχει (συνήθως ἐπὶ τοῦ καταλύοντος τὴν νηστείαν) λόγ. σύνηθ. || ᾎσμ. Νὰ θεραπεύῃ τσ᾽ ἀστενεῖς, τσοὶ βαρεˬαρρωστημένους Ἰθάκ. 2) Ὁ μικροῦ λόγου ἄξιος, ὁ μηδαμινός, ἐπὶ παιγνιοχάρτων Θρᾴκ. (Αἶν.) Συνών. ψιλός. Ἡ λ. καὶ ὡς ἐπών. Κεφαλλ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA