ἀπανωκεφαλάρις

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπανωκεφαλάρις

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

ἀπανωκεφαλάρις ὁ, Νάξ. (Ἀπύρανθ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιρρ. ἀπάνω καὶ τοῦ οὐσ. κεφαλάρις.

Σημασιολογία

Διευθυντής: Δὲ θέλ’ ἀπανωκεφαλάροιδοι ’ς τσοὶ δουλε͜ιές μου. Εἶdα λές τώρᾳ ᾿τοῦ, ἀπανωκεφαλάρισσα θὰ σὲ βάλω; (’τοῦ=αὐτοῦ).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/