ἀπανωκίβουρο

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπανωκίβουρο

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀπανωκίβουρο τό, ἀμάρτ. ἀναπωκίβουρο Κέρκ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιρρ. ἀπάνω καὶ τοῦ οὐσ. κιβούρι.

Σημασιολογία

Ἡ πλάξ ἡ καλύπτουσα τάφον: ᾎσμ. Γίνηκ’ ἡ πλάκα ἄλογο καὶ τὸ κιβούρι σέλλα καὶ τὸ ἀναπωκίβουρο ἐγίνηκε σαλβάρι.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/