ἀστεράκι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀστεράκι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀστεράκι τό, σύνηθ. ἀστιρά’ βόρ. ἰδιώμ. ᾽στεράκι ΑΠαπαδιαμ. Μάγισσ. 31.

Ετυμολογία

Ὑποκορ. τοῦ οὐσ. ἀστέρι.

Σημασιολογία

1) Μικρὸν ἄστρον σύνηθ.: Στοὶς ὧρες τῆς . . . νυχτερινῆς μοναξιˬᾶς, κάτω ἀπὸ τ’ ἀστεράκιˬα τ᾿ οὐρανοῦ ΚΜπαστ. Ἀλιευτ. 162. Τὰ κεριˬὰ φαντάζανε σὰν ἀστεράκιˬα ποῦ ’χανε πέσει ἀπ᾿ τὸν οὐρανὸ ΝΧαλιορ. Ὑδρέικ. θρῦλ. 90 || ᾌσμ. Πρῶτ’ ἀστεράκι τ᾿ οὐρανοῦ κατέβα κάνε κρίσι Ἀθῆν. Καὶ τ᾽ ἀστεράκιˬα τ᾿ οὐρανοῦ τι' τὰ θωρεῖ ἡ ψυχή μου, σπίθες εἶναι ποῦ βκάλλουσιν οἱ ἀναστεναγμοί μου Ρόδ. Ὅσ’ ἀστεράκιˬα ἔχ' ὁ οὐρανός, τόσα παιδιˬὰ νὰ κάμῃς! ἀγν. τόπ. Ὅσ᾽ ἀστιράκιˬα ᾿᾿ ὁ οὐρανὸς θὰ πάν οὕλα ζ’bιθέροι Στερελλ. (Αἰτωλ) - Ποίημ. Λίγ᾽ ἀστεράκιˬα ποῦ καὶ ποῦ φέγγουν ἀνάρα͜ια ἀνάρα͜ια ΙΠολέμ. Ἀλάβαστρ.2 101. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀστερούδι. 2) Ἀστερίσκος ἐκ χρυσοχάρτου χρησιμεύων πρὸς διακόσμησιν φερέτρων καὶ κολλύβων Ἀθῆν. 3) Ἀστεροειδὲς κέντημα ΑΠαπαδιαμ. ἔνθ᾽ ἀν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/