ἀστερᾶτος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀστερᾶτος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀστερᾶτος ἐπίθ. Κρήτ. Κύθηρ. Πελοπν. (Λάστ.) κ.ἀ. - Λεξ. Βλαστ. Πρω. Δημητρ. ἀστιρᾶτους Λῆμν. Σκίαθ. Στερελλ. (Αἰτωλ.) ἀσταρᾶτος Νάξ. (Ἀπύρανθ. Βόθρ. κ.ἀ.)

Χρονολόγηση

Μεσαιωνικό

Ετυμολογία

Τὸ μεσν. ἐπίθ. ἀστερᾶτος.

Σημασιολογία

Ὁ φέρων ἐπὶ τοῦ μετώπου ἀστροειδὲς στίγμα, ἐπὶ ζῴων ἔνθ’ ἀν. : Ἀστερᾶτο ἄλογο - βόδι Λάστ. Ἀστεράτη αἶγα Κρήτ. Ἀσταρᾶτος τράος Ἀπύρανθ. Ἀσταρᾶτο πρόβατο Βόθρ. Ἀστιρᾶτου βόδ’ Αἰτωλ. || ᾎσμ. Κ᾿σὸς κὶ κ’σουμηλιγγᾶτους | κὶ ᾽ς τὴν κουρφὴ ἀστιρᾶτους Σκίαθ. Ἡ σημ. καὶ μεσν. Πβ. Διγεν. Ἀκρίτ. 338 (ἔκδ. Μηλιαρ. σ. 11) «φαρὶν ἐκαβαλλίκευεν φιτιλὸν ἀστερᾶτον, | ἔμπροσθεν εἰς τὸ μέτωπον χρυσὸν ἀστέρα εἶχε» Συνών. ἀστερεˬάς, ἀστέρινος 6, ἀστερὸς 1, ἀστερούλλης͵ ἀστερουλλός. Ἡ λ. καὶ ὡς ἐπῶν. Κρήτ. ὑπὸ δὲ τὸν τύπ. Ἀστερᾶτα τά, καὶ ὡς τοπων. Κεφαλλ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/