ἀστέρευτος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀστέρευτος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀστέρευτος ἐπίθ. ἀστείρευτος λόγ. σύνηθ. ἀστέρευτος σὐνηθ. ἀστέριφτους βόρ. ἰδιώμ. ἀνεστέρευτος ΚΚαραβίδ. ἐν Ἀνθολ. ΗἈποστολίδ. 141.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *στερευτὸς < στερεύω.

Σημασιολογία

1) Ὁ μὴ στειρεύων, ἀέναος σύνηθ.: Βρύοι - πηγὴ ἀστέρευτη. Δάκρυα - νερὰ ἀστέρευτα σύνηθ. Ἀκούραστος καὶ ἀστέρευτος ἐνθουσιασμὸς ΙΔραγούμ. Σαμοθρ.2 103. 2) Μεταφ. ἀνεξάντλητος σύνηθ.: Ἀστέρευτο βιˬός. Ἀστέρευτα πλούτη. Ἀστέρευτη δυστυχία σύνηθ. || Ποίημ. Γιˬατ’ εἶν᾽ ἀστείρευτη σὲ κάλλη ἡ χώρα τούτη καὶ μ’ ἄλλα τόσα την ἐστόλισαν οἱ χρόνοι ΑΠροβελ. Ποιήμ. 14.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/