γκούσα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γκούσα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

γκούσα ἡ Ἀθῆν. Α. Ρουμελ. (Μέγα Μοναστήρ.) Εὔβ. (Ἄκρ. Γραμπ. Κάρυστ. Ψαχν.) Ἤπ. (Δερβίτσ. Ζαγόρ. Κόνιτσ. Κούρεντ. Ξηροβούν. Πλατανοῦσ κ.ἀ.) Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ. Κεσάν. Σουφλ. Τσανδ.) Μακεδ. (Βόιον Δάφν. Καστορ. Κοζ. Νάουσ. Φλόρ. κ.ἀ.) Μέγαρ. Πελοπν. (Καλάμ. Κερπιν. Κλειτορ. Κυνουρ. Λεβέτσ. Λιγουρ. Μεσσην. Πιάν. κ.ἀ.) Στερελλ. (Αἰτωλ. Ἀρτοτ. Φθιῶτ. κ.ἀ.) - Λεξ. Κομ. Περίδ. Αἰν. Βυζ. Λεγρ. Ἠπίτ. Μπριγκ. Βλαστ. 397, 428 Δημητρ. γκούα Ἤπ. (Δερβίτσ.) Θεσσ. (Ἀνατ. Ἀρματολικ. Βαμβακ. κ.ἀ.) Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ.) Μακεδ. (Ἀρκοχώρ. Λόφ. Μοσχοπότ.) Πελοπν. (Οἰν. Τριφυλ.) gούσα Α. Ρουμελ. (Φιλιππούπ.) Θεσσ. (Καλαμπάκ.) Θρᾴκ. (Αἶν.) Μέγαρ. Πελοπν. (Λακων.) γκούσια Ἤπ. (Βίτσ. Κουκούλ. Πάργ.) Θεσσ. (Συκαμν.) Μακεδ. (Βέρ. Βόιον Γαλατ. Δαμασκ. Καστορ. Σιάτ.) γούσα Ἀθῆν. Θρᾴκ. (Αἶν.) Πειρ. Στερελλ. (Φθιῶτ.) - Λεξ. Βερ. 170 Περίδ. Βυζ. Λεγρ. Ἠπίτ. Μπριγκ. γούα Μακεδ. (Σισάν.) ἀγκούσα Θεσσ. (Ζαγορ. Μηλ.) - Λεξ. Δημητρ. ἁgούσα Σκόπ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ Ἀλβαν. gushë = λαιμὸς. Πβ. καὶ τὸ Κουτσοβλαχ. guᾰ Βλ. G. Μeyer, Νeugr. Stud., 2, 23 καὶ G. Μurnu, Ruman. Lehnw., 24.

Σημασιολογία

1) Πρόλοβος πτηνῶν, ὀρνίθων συνήθως Εὔβ. (Ἄκρ. Ψαχν. κ.ἀ.) Ἤπ. (Κόνιτσ. κ.ἀ.) Θεσσ. (Ἀνατ. Ζαγορ. Συκαμν. κ.ἀ.) Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ. Αἶν. Κεσάν Σουφλ.) Μακεδ. (Βόιον Κοζ.) Μέγαρ. Πελοπν. (Βούρβουρ. Καλάμ. Κυνουρ. Λακων. Λεβέτσ. Λιγουρ. Μεσσην. Οἰν. Πιάν. κ.ἀ.) Σκόπ. Στερελλ. (Αἰτωλ. Ἀρτοτ. Φθιῶτ. κ.ἀ.) κ.ἀ. - Λεξ. Κομ. Βερ. 170 Γαζ. Περιδ. Αἶν. Λεγρ. Μπριγκ. Βλαστ. 428 Δημητρ.: Ὁ αλόχτερας ἔχει τὴ gούσα του γιˬομάτη καλαbόκι (ἀλόχτερας = ἀλέκτωρ) Μέγαρ. Τήρα αὐτὸ τὸ πουλλί , κοντεύ᾽ νὰ σκάσ᾽ ἡ γκούσα τ᾽ Ψαχν. Ἔσφαξα νιˬὰ κόττα κ᾽ ἦταν ἡ γκούσα τ᾿ς γεμάτ᾽ στάρ᾽ Ἄκρ. Εἶχι νιˬὰ γκούα αὐτή᾽ ἡ πέρδικα γιˬουμάτ᾽ χαλίκιˬα Αἰτωλ. Κατ᾽ θὰ τ᾿ στάθ᾽κι ᾽ς τοὺ γκούσια αὐτὴ τ᾽ gόττα κὶ κά᾽ ἔτσ᾽ σὰ χαζεὰ Συκαμν. Συνών. γούλα, μάμα, σγάρα. β) Μεταφ., στόμαχος ἀνθρώπου Ἀθῆν. Εὔβ. (Ἄκρ. Στρόπον. Ψαχν. κ.ἀ.) Μακεδ. (Σισάν.) Πειρ. Στερελλ. (Αἰτωλ) κ.ἀ.: Δὲν εἶναι γιˬὰ τὴ γούα σ᾿! Σισάν. Γέμισε καλὰ-καλὰ τὴ γούσα του κ᾽ ὕστερα μᾶς ἔβρισε Ἀθῆν. Τοῦ κάθησε τὸ φαΐ ᾽ς τὴ γούσα καὶ πρήστηκε Πειρ. Μ᾽ ἔπιˬασ᾽ ἡ γκούσα (μοῦ ἐπῆλθε κόρος) Αἰτωλ. Ἄμα τρώεις πατάτις, τοὺν πιˬά᾽ ἡ γκούσα αὐτόθ. Ταμαχιˬάρης αὐτὸς ὁ Γιˬώρ᾽ς, οὕλα γιˬὰ τὴ γκούσα τ᾽ τὰ θέ᾽ (ταμαχιˬάρης = ἄπληστος) Ψαχν. Τοὺ διˬόλ᾽ ἡ γκούα τοὺ θέ᾽ κὶ διˬαλιχτὸ (δὲν τὸν φθάνει ὅτι φιλοξενεῖται, ἀλλά θέλει καὶ ἐκλεκτὸν φαγητόν, ὁ διάβολος) Στρόπον. Συνών. γλοῦπος, γούλα. γ) Μεταφ., προσφιλὲς παιδίον, θωπευτικῶς κατὰ τὰ συνών. καρδιˬὰ - μάτιˬα - ψυχή μου. Μακεδ. (Σισάν.): Ἔλα ἰδῶ, γούα μ᾿! 2) Οἴδημα τοῦ βρόγχου, βρογχοκήλη, ἐπὶ ἀνθρώπου καὶ ἰδίως ἐπὶ χορτοφάγων ζῴων προσβαλλομένων ὑπὸ τῆς νήσου διστομιάσεως ἀβδέλλας Ἀθῆν. Α. Ρουμελ. (Φιλιππούπ.) Εὔβ. (Κάρυστ.) Ἤπ. (Ζαγόρ. Κουκούλ. Πάργ.) Θεσσ. (Καλαμπάκ. κ.ἀ.) Θρᾴκ. (Σουφλ.) Μακεδ. (Βόιον Ἑράτυρ.) Πελοπν. (Κλειτορ. Μεσσην. κ.ἀ.) Στερελλ. (Αἰτωλ.) κ.ἀ. - Λεξ. Βερ. 170 Γαζ. Περίδ. Βυζ. Λεγρ. Ἠπίτ. Βλαστ. 397 Δημητρ.: ᾽Σ τοὺν κάμπου βγάν᾽νι γκούσα οὑ κόσμους Αἰτωλ. Ἔβγαλι μιˬὰ γκούσα ᾽ς τοὺ λιμό, ποὺ δὲ βγαὶ᾽ ὄξου Ζαγόρ. Εἶδις τί γκούσιˬα ἔβγαλι ἡ Λένκου ἀπουκάτου στοὺ λιμό τ᾿ς; Κουκούλ. β) Πληθ., φλεγμονώδεις ἀμυγδαλαῖ τοῦ λαιμοῦ, ἡ ἀμυγδαλῖτις Μεγαρ.: Ξόρτι γιˬὰ τὶς gοῦες. 3) Ἡ ὑπὸ τὸν πώγωνα καὶ τὴν κάτω σιαγόνα παχεῖα πτυχὴ τῆς σαρκὸς ἀνθρώπου Εὔβ. (Καλύβ. Κάρυστ.) Ἤπ. (Δερβίτσ. Ζαγόρ. κ.ἀ.) Θεσσ. Θρᾴκ. (Τσανδ.) Μακεδ. (Καστορ. Κοζ. Νάουσ.) κ.ἀ. Μωρέ, γκοῦες ποὺ ἔκανες! Δερβίτσ. Πα᾽νιν κὶ κρέμασιν γκούα Κοζ. Συνών. προγούλι. 4) Τὸ ὀπίσθιον σαρκῶδες μέρος τῆς κνήμης, ἡ γαστροκνημία Μακεδ.: Σκ᾽φούνιˬα εἴχαμι γιˬουρτ᾽νὰ ἴσαμι τὴ gούα κιντ᾽μένα Μακεδ. (Λόφ.) Συνών. ἀγκούλα 4, ἄντζα 2α, γάμπα. 5) Ὁ χῶρος ὁ περικλειόμενος ὑπὸ τοῦ κολεοῦ τοῦ σχηματιζομένου ὑπὸ τοῦ τελευταίου φύλλου τοῦ στάχυος πρὸ τῆς ἐκφύσεως Ἤπ. (Κόνιτσ.) Μακεδ. (Βόιον): Τοὺ στάρ᾽ εἶι ᾽ς τ᾽ γκούα τ᾽ Κόνιτσ. 6) Κράμβη Ἤπ. (Ζαγόρ.) Συνών. γούλα 1, κουρούκλα, κραμπολάχανο, μάπα, μπρόκολο, φυλλάδα. 7) Ἡ φλούδα τῶν κολοκυθιῶν, καρπουζιῶν καὶ πεπονιῶν Ἤπ. (Ξηροβούν. Πλατανοῦσ.) 8) Μεταφ., ὁ ἄμυαλος, ὁ ἐπιπόλαιος Ἤπ. (Πλατανοῦσ.): Τό ᾽᾽ γκούσιˬα τοὺ κιφάλ᾽. Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. ὑπὸ τὸν τύπ Γκούσα Ρόδ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/