γκουσενίτσα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γκουσενίτσα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

γκουσενίτσα ἡ, ἐνιαχ. γκουανίτσα Μακεδ. (Βλάστ. Γρεβεν.) γκαανίτσα Ἤπ. (Ζαγόρ.) Μακεδ. (Βόιον Ζουπάν. Σιάτ.) Στερελλ. (Ἀρτοτ.) γκουζιˬονίτσα Ἤπ. (Ζαγόρ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ Σλαβ. guenitsα = κάμπος.

Σημασιολογία

1) Κάμπος Μακεδ. (Βλάστ. Βόιον). 2) Κατὰ πλὴθ., οἱ βελονοειδεῖς ἀποφύσεις τοῦ στάχυος Ἤπ. (Ζαγόρ.) Συνών. ἄγανο 1.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/