ἀπανωκυνηγάρις
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπανωκυνηγάρις
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
ἀπανωκυνηγάρις ὁ, ἀμάρτ. ἀπανωκυνηάρις Κάρπ. (Ἔλυμπ.) Νάξ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιρρ. ἀπάνω καὶ τοῦ οὐσ. κυνηγάρις.
Σημασιολογία
1) Ἀρχηγὸς τῶν κυνηγῶν Κάρπ. (Ἔλυμπ.): ᾎσμ. Ὦ κυνηέ, πανωρα͜ιανὲ κιˬ ἀπανωκυνηάρι. 2) Ὁ ἐπιζητῶν νὰ κατορθώσῃ μεγάλα πράγματα, μεγαλεπήβολος Νάξ.: Ἀπανωκυνηάρις ἄθρωπος!
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA