ἀπανωμάνικο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπανωμάνικο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀπανωμάνικο τό, Ἀθῆν. ἀπανουμά’κου Στερελλ. (Εὐρυταν.) ’πανωμάνικο Ἀθῆν.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιρρ. ἀπάνω καὶ τοῦ οὐσ. μανίκι.
Σημασιολογία
Τὸ ἀπὸ τοῦ ὤμου μέχρι τοῦ καρποῦ τῆς χειρὸς διῆκον τμῆμα τοῦ μανικίου. Ἀντίθ. κατωμάνικο.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA