ἀπανωμάσελλο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπανωμάσελλο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀπανωμάσελλο τό, ἀμάρτ. ’πανωμάσελλο Α. Κρήτ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιρρ. ἀπάνω καὶ τοῦ οὐσ. μασέλλα.
Σημασιολογία
Ἡ ἄνω σιαγών: Τὸ ’πανωμάσελλο τοῦ γαιˬδάρου μας εἶναι πρησμένο.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA