βγάλσιμο

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βγάλσιμο

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

βγάλσιμο τό, ἐγβάλσιμον Πόντ. (Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ) ἐγβάλσιμο Πόντ. (Ὄφ.) ἐβγάλσιμον Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) βγάλσιμον Πόντ. (Τραπ.) βγάλσιμο κοιν. βγάλιμο Καππ. (Ἀραβάν.) βγάλσ'μου βόρ. ἰδιώμ. βγάλ’μου πολλαχ. βορ. ἰδιωμ. βγάλτσ’μου Θεσσ. Μακεδ. (Βελβ.) κ.ἀ βγάρσιμο Ζάκ. Κρήτ. Μεγίστ. κ.ἀ βκάρσιμον Κύπρ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ρ. βγάλλω καὶ τῆς καταλ. –σιμο.

Σημασιολογία

1) ᾿Εκβολή, ἐξαγωγὴ κοιν. καὶ Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ): Τὸ βγἀλσιμο τοῦ δοντιˬοῦ-τῆς πέτρας κττ. β) Ἄντλησις κοιν.: Μὲ κούρασε τὸ βγάλσιμο τοῦ νεροῦ. γ) Ἀπόσπασις κοιν.: Μὲ δυσκόλεψε τό βγάλσιμο τοῦ καρφιοῦ. Τὸ βγάλσιμο τῆς τρίχας. δ) Ἐξόρυξις κοιν.: Τὸ βγάλσιμο τοῦ ματιˬοῦ. ε) Εὐνούχισμα ζῴου Πελοπν. (Μαζαίικ) ς) Ὄρυξις, σκαφὴ Στερελλ. (Αἰτωλ.): Θέλ’ν βγάλσ’μου τ’ αὐλάκια, γιατὶ κατέβασι τοὺ πουτάμ’ κι᾿ τὰ χάλασι. ζ) Ἀποβολή, ἀφαίρεσις κοιν.: Βγάλσιμο τῶν ρούχων. η) Ἐξαγωγὴ διὰ πιέσεως, ἐκπίεσις, ἐπὶ ἐλαίου Στερελλ (Αἰτωλ) 2) Ἐξάρθρωσις κοιν.: Τὸ βγάλσιμο τοῦ χεριοῦ μ᾿ ἔκανε νὰ ὑποφέρω πολύ. 3) Ἀνατολὴ σύνηθ.: ’Σ τὸ βγάλσιμο τοῦ ἥλιˬου. 4) Ἡ τοῦ σχοινίου διάτασις ὥστε νὰ ἔχῃ στα'δερὸν μῆκος Λεξ. Περιδ Δημητρ. 5) Ἡ φυσικὴ ἐκκένωσις τοῦ σώματος, ἀφόδευσις πολλαχ. 6) Ἡ πρόπτωσις τοῦ δακτυλίου τοῦ πρωκτοῦ Λεξ. Βυζ. 7) Οἴδημα τοῦ δέρματος, δοθιήν, ἐξάνθημα Ζακ. Ἤπ. Στερελλ. (Αἰτωλ.) -Λεξ. Περιδ Συνών. ἰδ. ἐν λ. βγάλμα 7. 8) Ἡ διὰ καθαροῦ ὕδατος τελευταία πλύσις κοιν.: Εἶμαι ᾿ς τὸ βγάλσιμο τῶν ρούχων. Συνών. ξέβγαλμα. 9) Μεταφ. ἐξόφλησις κοιν.: Μὲ δυσκόλεψε πολὺ τὸ βγάλσιμο τοῦ χρέους. Πβ. βγάλ-λωμα, βγαλ-λωματιˬά, βγάλμα, βγαλμός, βγαλσιˬά, βγαλσίδι, *βγαλτίκι, βγάσι, βγασιˬά, βγασίδι, βγάσιμο, βγάσμα, βγασμός, βγατίκι.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/