γραδάρω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γραδάρω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
γραδάρω πολλαχ. γραδάρου πολλαχ. βορ. ίδιωμ. γραdάρω Κρήτ. Σῦρ. γραδέρνω Ἰων. (Βουρλ. Κρήν.) Κρήτ. (Μονοφάτσ. κ.ἀ.) - Κ. Στασινοπ., Κρασί, 142 κ.ἀ. γραδέρνου Σάμ. γραdέρνω Κρήτ. (Ραμν.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. γράδο.
Σημασιολογία
1) Ἐξακριβώνω τὴν πυκνότητα ὑγροῦ τινος διὰ τοῦ ἀραιομέτρου πολλαχ.: Γραδάρω τὸ σπίρτο - τὸ ρακὶ - τὸ κρασὶ - τὸ μοῦστο - τὸ γάλα πολλαχ. Στεῖλε νὰ γραdάρῃς τὴ τζικουδιˬὰ Κρήτ. Γραdάρω τὸ γάλα - τὸ λάδι Σῦρ. Γραδέρνομε μὲ τὸ μουστόμετρο Κ. Στασινοπ., ἔνθ᾽ ἀν. 2) Θερμομετρῶ Στερελλ. (Αἰτωλ. Ἀκαρναν.) - Λεξ. Δημητρ.: Ὁ γιˬατρὸς ἐγραδάρησε τὸν ἄρρωστο Λεξ. Δημητρ. 3) Μεταφ., ἐκτιμῶ τὴν ἠθικὴν ἀξίαν ἀτόμου τινὸς Ἰων. (Βουρλ.) Κρητ. (Κίσ. Ραμν κ.ἀ.): Σὰ δὲ γραδάρῃς τὸν ἄθρωπο, φίλο μὴ dόνε κάνῃς Κίσ. Ἐγράdαρά dονε ᾽γὼ ἀποὺ τὴ bρώτη φορὰ ποὺ τὸν εἶδα πὼς δὲ λέει καὶ πολλὰ πράματα (ἐξετίμησα ἀπὸ τὴν πρώτην φορὰν κατὰ τὴν ὁποίαν τὸν εἶδα ὅτι δὲν εἶναι ἀξιόλογος) Ραμν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA