γραδέλα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γραδέλα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
γραδέλα ἡ, Ἰθάκ. Κέρκ. Κεφαλλ. - Ν. Κολουμέλλ., Δοκίμ. Οἰκονομίας, 15 γραδέλ-λα Κύπρ.
Ετυμολογία
Τὸ Βυζαντ. γραδέλα, τὸ ὁπ. ἐκ τοῦ Ἰταλ. grαdellα = ἐσχάρα ἐκ καλάμων.
Σημασιολογία
1) Ἐσχάρα ἐκ καλάμων, καλαμωτὴ Κέρκ. - Ν. Κολουμέλλ., ἔνθ᾽ ἀν.: Ἐπάνω εἰς γραδέλες ἡλίαζε τὰ σῦκα ὅπου εἶναι μισομαραμένα Ν. Κολουμέλλ., ἔνθ᾽ ἀν. 2) Σιδηρᾶ ἐσχάρα τῆς ἑστίας, ἐπὶ τῆς ὁποίας ἀνάπτονται ἄνθρακες διὰ τὴν ὄπτησιν τῶν φαγητῶν Ἰθάκ. Κεφαλλ. Κύπρ.: Ἡ γραδέλα εἶναι στουbωμένη ἀπὸ στάχτη Κεφαλλ. 3) Ἡ σιδηρᾶ ἐσχάρα τῶν ὑπονόμων Κεφαλλ.: Εἶπ᾽ ὁ δήμαρχος νὰ βουλλώσουνε τσὶ γραδέλες γιˬὰ ὅλο τὸ καλοκαίρι.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA