γράδο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γράδο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γράδο τό, σύνηθ. γράδον Κύπρ. γράδου Μακεδ. (Δρυμ.) Σάμ. Στερελλ. (Αἰτωλ. Ἀκαρναν. Ἰτέα.) γράdο Πελοπν. (Κίτ. Μάν.) γράδος ὁ, Στερελλ. (Νεοχώρ. Ὀρχομεν.) Χίος (Πυργ.) γραδὸς Κεφαλλ. γράδους Ἀλόνν. Σκόπ. Στερελλ. (Αἰτωλ) γράδα ἡ, Πελοπν. (Μάν. Ξεχώρ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ Ἰταλ. grαdo = βαθμός, βῆμα, βαθμίς.
Σημασιολογία
1) Βαθμὸς ἀξιώματος Ἀντίπαξ. Παξ.: Αὐτὸς ἐπῆε ᾽ς τὸ στρατὸ κ᾽ ἐπῆρε τόσα γράδα Παξ. Ἔχει μεγάλο γράδο αὐτόθ. 2) Βαθμὸς θερμότητος Ἀντίπαξ. Ἀττικ. Παξ. Πελοπν. (Γαργαλ. Κίτ. Μάν. Ὀλυμπ.): Τὴν ἔπιˬασε ἡ κυρά της καὶ ἔχει τώρανες σαράντα γράδα ζέστη (ἡ κυρά της = ἡ ἑλονοσία, ἡ θέρμη) Γαργαλ. Εἶε ζέστη σαράdα γράdα τὸ παιδὶ Κίτ. Μάν. β) Συνεκδ., τὸ θερμόμετρον Ἀττικ. Ἤπ. (Μαργαρ.): Σήμερα εἶχε μεγάλη ζέστη, τὸ γράδο πῆγε ᾽ς τὰ σαράντα Μαργαρ. 3) Βαθμὸς πυκνότητος ὑγρῶν, συνήθως τῶν οἰνοπνευματωδῶν πολλαχ.: Πόσα γράδα εἶναι ἡ σούμμα; (σούμμα = ἀπόσταγμα τῶν στεμφύλων, εἶδος οὕζου ἐγχωρίου ἀποστάξεως) Εὔβ. Πόσω γραδῶν εἶν᾽ ἡ ρακή μας; Κρήτ. Ἡ καλιˬὰ πρέπει νά ᾽ναι ἕξι γραδῶν (καλιˬὰ = ἡ διάλυσις τῆς καυστικῆς ποτάσσης) Ἰων. (Βουρλ.) Δὲν ἔχει γράδα τὸ κρασί, βῆκε σὰ bιβάδα (βῆκε = βγῆκε, bιβάδα = ποτὸν ἐλαφρὸν) Ἰθάκ. Νὰ φέρῃς τσεdροκοῦτσα νά ρίξω᾽ς τὸ βουτσὶ μὲ τὸ μοῦστο, νὰ πάρῃ τὴ μυρωδέα τοῦ τσέdρου τὸ κρασί, ὅδας πάρῃ τὴ γράδα του καὶ βράσῃ (τσεdροκοῦτσα = οἱ καρποὶ τοῦ κέδρου, βουτσὶ = ξύλινο βαρέλι) Πελοπν. (Ξεχώρ.) || Φρ. ᾽Èν ἦρτα ᾽κόμα᾽ς τὸ γράδομ-μου (= δὲν ἔφθασα ἀκόμη εἰς κατάστασιν πλήρους εὐθυμίας) Κύπρ. Ἡ φρ. εἰς παραλλαγ κ.ἀ. Εἶναι᾽ς τὰ γράδα του (εἶναι μεθυσμένος) Ἄνδρ. Ἡ φρ. εἰς παραλλαγ. κ.ἀ. Εἶναι ᾽ς τὰ γράδα του (= εἶναι εὔθυμος) Λῆμν. Σάμ. Συνών. Φρ. Εἶναι ᾽ς τὸ κέφι. Δὲν εἶν᾽ τους ἰντάξ᾽ αὐτὸς ᾽ς τὰ γράδα τ᾽ (= δὲν εἶναι ἐν τάξει εἰς τὰς φρένας του) Θεσσ. (Πήλ) || ᾎσμ. Εἰκοσιδυˬὸ γραδῶ ρακὴ νὰ πιˬῇς νὰ σὲ λωλάνῃ, γιˬατὶ δὲ ταγιˬατίζω bλιˬὸ τὰ πείσματα ποὺ κάνεις Κρήτ. (Πεδιάδ. κ.ἀ.) 4) Τὸ ἀραιόμετρον, ὄργανον διὰ τοῦ ὁποίου μετρεῖται ἡ πυκνότης τῶν ὑγρῶν, συνήθως τῶν οἰνοπνευματωδῶν καὶ τοῦ γάλακτος πολλαχ.: Γράδο τοῦ μούστου - γιˬὰ σπίρτο - γιˬὰ γάλα πολλαχ. Γράδου γιˬὰ τ᾽ σαλαμούρα (ὄργανον πρὸς μέτρησιν τῆς περιεκτικότητος τοῦ ὑγροῦ εἰς ἅλας) Στερελλ. (Ἰτέα) Φέρε τὸ γράδο νὰ δοῦμε πόσω γραδῶ εἶν᾽ ἡ ρακή μας Α. Κρήτ. Συνών. γαλατόμετρο, γραδόμετρο, θερμόμετρο, μουστόμετρο. 5) Μανόμετρον διὰ τοῦ ὁποίου ὁ ὑπεύθυνος ναύτης παρακολουθεῖ τὴν πίεσιν τοῦ ἀποστελλομένου εἰς τὸν δύτην ἀέρος, καθὼς καὶ τὸ βάθος εἰς τὸ ὁποῖον ὁ δύτης εὑρίσκεται Ἐρεικ. Θεσσ. (Τρίκερ.) Χάλκ. 6) Τεκτονικὸν ἐργαλεῖον διὰ τοῦ ὁποίου καθορίζεται ἡ ἐπίπεδος ἐπιφάνεια ἀντικειμένου Χίος. Συνών. ἀλφάδι. 7) Εἶδος πριονίου, τὸ ὁποῖον χρησιμοποιοῦν οἱ βαρελοποιοὶ διὰ νὰ χαράσσουν τὴν ἐγκοπῆν εἰς τὰ ἄκρα τῶν ἐπιμῆκων σανίδων τοῦ βαρελίου Πελοπν. (Καλάβρυτ.) Στερελλ. (Αἰτωλ.): Οἱ βαγενᾶδες μὲ τὸ γράδο κάνουν τὸ χάντρωμα, γιˬὰ νὰ κάτσῃ τὸ φούντι (χάντρωμα = ἐγκοπή, φούντι = ἡ ἐπίπεδος σανὶς τῶν δύο βάσεων τοῦ βαρελίου) Καλάβρυτ. Συνών. γραδωτήρι. 8) Ἡ κατ᾽ ἀμφότερα τὰ ἄκρα τῶν ἐπιμήκων σανίδων τοῦ βαρελίου (ἢ τῆς κάδης) ἐσωτερικῶς σχηματιζομένη αὖλαξ, ἐντὸς τῆς ὁποίας ἐφαρμόζεται ἡ περιφέρεια τῶν βάσεων αὐτῶν Κεφαλλ. Στερελλ. (Αἰτωλ): Μὶ τοὺ γραδουτήρ᾽ φκε͜ιάνουμι τοὺ γράδου, γιˬὰ νὰ μποῦν τὰ φ᾽ντώματα (= αἱ βάσεις τοῦ βαρελίου) Αἰτωλ. Συνών. γραδέλος, γράδι, γράδωμα, γράδωση 1, χάντρωμα. 9) Ἐγλυφή, αὖλαξ κατὰ μῆκος εἰς τὸ ὄπισθεν ἀντίον τοῦ ὑφαντικοῦ ἱστοῦ, ἐντὸς τῆς ὁποίας ἐφαρμόζει ἐπιμήκης ράβδος συγκρατοῦσα τὴν ἄκραν τοῦ στῆμονος κατὰ τὴν ὕφανσιν Ἁλόνν. Σκόπ. Συνών. βλ. εἰς λ. γράδωμα 2. 10) Αὖλαξ ἢ χάραγμα ἐπὶ ξύλου ἢ λίθου Ἁλόνν. Σκόπ. 11) Μοῖρα γεωγραφικοῦ πλάτους Γ. Σαχτούρ., Ἱστορικ. ἡμερολόγ., 3.: Ἄντικρυ εἰς τὸ ἐρημονησάκι, ὅπου κεῖνται ἀραδικῶς εἰς τὸ γράδο 36 (= 36ο βορ. πλάτος).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA