γκραμῖνα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γκραμῖνα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
γκραμῖνα ἡ, ἀμάρτ. gραμῖν-να Ἀπουλ. (Στερνατ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἀμαρτ. γράμιον καὶ τοῦτο ἐκ τοῦ Λατιν. gramen. Βλ. G. Rohlfs, Lex. Gr., εἰς λ. γράμιον.
Σημασιολογία
Ἡ ἄγρωστις, ἡ ἀγριάδα: Μὲ τὸ ρουd-dάτουλο ἀgάd-dομε τὴν gραμῖν-να ἀτ-τ᾽ ἄλατρο (μὲ τὸ βουκέντρι βγάζομε τῆν ἀγριάδα ἀπὸ τὸ ὑνί). Τῆ gραμῖν-να τὴτ-τρῶνε τὰ πρόατα (= πρόβατα). Συνών. βλ. εἰς λ. ἀγριάδα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA