γκρανουάρι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γκρανουάρι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γκρανουάρι τό, ἐνιαχ. γκρανουάρ᾽ Μακεδ. (Φυτ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ Γαλλικοῦ grαins noirs.
Σημασιολογία
Σταφύλι μαῦρο μὲ ἐπιμήκεις ρῶγας ἔνθ᾽ ἀν.: Τὰ γκρανουάριˬα δὲ βάφουν, ἅμα τὰ ζουλίσ᾽ς Μακεδ. (Φυτ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA