γραικικὸς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γραικικὸς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
γραικικὸς ἐπίθ. Γ. Ψυχάρ. Ταξίδι3, 6. - Λεξ. Δημητρ. γρικικὸς Παξ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. Γραικός.
Σημασιολογία
1) Ὁ προερχόμενος, ὁ ἀνήκων εἰς τὸν Γραικόν, ὀ ἑλληνικὸς ἔνθ᾽ ἀν.: Ὅσοι Γρικοὶ εἶναι σήμερα ᾽ς τὴ Βλαχιˬὰ ὅλοι καλὰ περνᾶνε, μὰ ᾽ς τὴν Πόλη χαλάσανε πολλὰ γρικικὰ σπίτιˬα Παξ. 2) Τὸ οὐδ. κατὰ πλὴθ. ὡς οὐσ. Τὰ Γραικικὰ (= ἡ Ἑλληνικὴ γλῶσσα) Παξ. Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. ὑπὸ τὸν τύπ. Γραικικὸ Κανάλι Κέρκ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA