γκραχάλημα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γκραχάλημα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γκραχάλημα τό, Πελοπν. (Βερεστ.) - Κ. Μαριν., Ν. Ἑστ. 2, 257 γκραχάλισμα Λεξ. Π. Βλαστ. 389.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. γκραχαλίζω.
Σημασιολογία
Γρυλλισμὸς χοίρου ἔνθ᾽ ἀν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA