γκραχαλίζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γκραχαλίζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

γκραχαλίζω Πελοπν. (Βερεστ.) -Λεξ. Π. Βλαστ. 389.

Ετυμολογία

Λέξις πεποιημένη.

Σημασιολογία

Γρυλλίζω ἔνθ᾽ ἀν.: Μωρὲ τί πάθανε φτοῦ᾽ ντὰ γουρούνιˬα καὶ γκραχαλᾶνε ἔτσι σήμερα. Βερεστ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/