γκρεμάλι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γκρεμάλι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γκρεμάλι τό, ἐνιαχ. κρεμ-μάλιν Κύπρ. gρέμναλο Α. Ρουμελ. (Φιλιππούπ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. γκρεμὸς καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. -άλι.

Σημασιολογία

Κρημνὸς ἔνθ᾽ ἀν.: Τοὺ φουρλαdάει μέσ᾽ ᾽ς τὰ gρέμναλα (φουρλαdάει = ἐκσφενδονίζει) Α. Ρουμελ. (Φιλιππούπ.) Πάησι ᾽ς τὰ gρέμναλα (πάησι = πῆγε) αὐτόθ. ᾽Σ τὰ gρέμναλα! (ἐνν. νὰ πᾷς. ἀρὰ) αὐτόθ. Βλ. συνών. εἰς λ. γκρεμός.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/