βέβαια
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βέβαια
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίρρημα
Τυπολογία
βέβαια ἐπίρρ. κοιν. καὶ Τσακων. βέβα͜ια πολλαχ. βέβια βόρ. ἰδιώμ. καὶ Κέρκ. (Ἀργυρᾶδ.) Κρήτ. (Σέλιν.) Νάξ. (Τρίποδ.) Πελοπν. (Βούρβουρ.) βέβα Σέριφ. Σῦρ. Τῆν. βίβια Πόντ. βέβα͜ιας Κεφαλλ. βέβα͜ιο Θήρ. Κύθηρ. Σῦρ. Τῆν. Βέβα͜ιος Κρήτ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. βέβαιος Ἡ λ. καὶ παρὰ Σομ. Τὸ βέβια τῶν νοτίων ἰδιωμ. κατ' ἀνομοιωτικὴν τροπὴν τοῦ e εἰς i πρὸ τοῦ α καθὼς εἰς τὰ δίκαια>δίκια, δωρεὰ>δωριά, ἤθελα>ἤθια, μεγάλος>μιάλος κττ. ᾿Ιδ. NAndriotis ἐν’ Αρχ. Θρᾳκ. Θησ. 6 (1939/40) 172 κἑξ. Τὰ βέβα͜ιας κατὰ τὰ εἰς -ας ἐπιρρ.
Σημασιολογία
Βεβαίως, ἀσφαλῶς, μάλιστα, ἐπὶ ἰσχυρᾶς καταφάσεως κοιν. καὶ Πόντ. Τσακων.: Βέβαια θὰ πάω-θά ’ρθω-θὰ φύγω. Νὰ πάω;-Νὰ πάς βέβαια! Τὸ θέλεις; -Τό θέλω βέβαια! Τὸν εἶδες; - Καὶ βέβαια τὸν εἶδα. Ἔτσι εἶναι; -Ἐτσι βέβαια! κοιν. Ποιὸ νικᾷ, ἡ ἀλήθεια γιὰ τὸ ψέμα; -Βέβα͜ιο ἡ ἀλήθε͜ια! Σῦρ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA