γραμενιˬὰ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γραμενιˬὰ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

γραμενιˬὰ ἡ Εὔβ. (Ψαχν.) γρεμενιˬὰ Ι. Παπαδοπ., Ἑλλην. τύπ. σίτ., 13 - Π. Παπαγεωργ., Ἑλλην. σιτηρογρ., 52 γριμινιˬὰ Εὔβ. (Ἄκρ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ Βενετ. grαmegnα = εἶδος σίτου.

Σημασιολογία

Τὸ φυτὸν Σῖτος ὁ σκληρὸς (Triticum durum) τῆς οἰκογ. τῶν Ἀγρωστιδῶν (Gramineae) ἔνθ᾽ ἀν.: Φέτο τά ᾽σπειρα ὅλα γραμενιˬὰ Εὔβ. (Ψαχν.) Συνών. γραμενές, γραμένι, γραμενίτης, γραμενίτσα, γραμενίτσι.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/